Του Γιώργου Παυλόπουλου
Ξέρετε τι φοβούνται περισσότερο από όλα οι Γερμανοί εργοδότες; Τον Ντόναλντ Τραμπ και το Brexit, σύμφωνα τουλάχιστον με τις απαντήσεις που έδωσαν οι επικεφαλής των βασικότερων ομοσπονδιών της χώρας σε σχετική έρευνα που πραγματοποίησε το Reuters.
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος βραχυπρόθεσμα είναι το Brexit», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ομοσπονδίας βιομηχάνων BDI, Ντίτερ Κεμπφ, για να προσθέσει ότι σε περίπτωση μιας εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία, τον ερχόμενο Μάρτιο, «η βρετανική οικονομία θα βρισκόταν αντιμέτωπη άμεσα με τον κίνδυνο της ύφεσης, η οποία εμμέσως θα επηρέαζε και την Γερμανία».
Μαζί του συμφώνησε και ο Χόλγκερ Μπίγκμαν, επικεφαλής της ένωσης εξαγωγέων BGA, προσθέτοντας ότι ενδεχόμενη κλιμάκωση των εμπορικών συγκρούσεων εξαιτίας της στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να υπονομεύσει την οικονομική ανάπτυξη. «Η απειλή επιβολής δασμών στα αυτοκίνητα παραμένει στο τραπέζι», είπε από την πλευρά του ο πρόεδρος του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου DIHK, Έρικ Σβάιτσερ, δείχνοντας να μην πιστεύει στις καλές προθέσεις του προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος έχει «παγώσει» τους συγκεκριμένους δασμούς.
Καλή εικόνα στη Γερμανία, αλλά...
Ωστόσο, η ιδιαιτέρως καλή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γερμανική οικονομία, που βλέπει την παραγωγή, τις εξαγωγές και τις θέσεις εργασίας να αυξάνονται διαρκώς, ενώ παράλληλα το δημόσιο χρέος μειώνεται, δεν δίνει... δικαιώματα για απαισιοδοξία στους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, παρά τα όσα συμβαίνουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και της Μάγχης. Η ισχυρή εσωτερική ζήτηση, άλλωστε, τους επιτρέπει να μην δίνουν ιδιαίτερο βάρος στη σημαντική υποχώρηση που αναμένεται να καταγράψει φέτος ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, φτάνοντας το 1,5% έναντι 2,2% πέρυσι. Θεωρούν δε μάλλον απίθανο να εκδηλωθεί μια νέα ύφεση στο ορατό μέλλον.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι υπάρχουν και άλλοι, ενδεχομένως ακόμη πιο σοβαροί λόγοι που θα έπρεπε να κάνουν τους Γερμανούς να ανησυχούν. Ένας από αυτούς είναι η ισχυρή πτώση που καταγράφεται στους δείκτες των χρηματιστηρίων η οποία, αν και για την ώρα αντιμετωπίζεται ως μάλλον αναμενόμενη και προβλέψιμη για τη Γερμανία, κάνει πολλούς να θυμηθούν ότι οι αγορές έχουν τους δικούς τους νόμους και ότι η κατάσταση κάποιες φορές μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο. Για την ώρα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Dax της Φρανκφούρτης έχει υποχωρήσει κατά 22% από τις αρχές του έτους, ενώ δεν αποκλείεται η «διόρθωση» να συνεχιστεί, ειδικά εάν η πτώση επιμείνει στη Wall Street.
Ένας ακόμη λόγος ανησυχίας είναι η τουλάχιστον ανησυχητική κατάσταση στην οποία βρίσκονται άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, οι οποίες και αποτελούν βασικές αγορές για τα γερμανικά προϊόντα. Προφανώς, αυτό αφορά κυρίως τη Γαλλία και την Ιταλία, όπου οι πρόσφατες εξελίξεις -οι υποχωρήσεις Μακρόν στα «Κίτρινα Γιλέκα» που εκτινάσσουν το έλλειμμα στην πρώτη και ο συμβιβασμός με τις Βρυξέλλες για τον προϋπολογισμό που προβλέπει αναιμικό ρυθμό ανάπτυξης στην δεύτερη- αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. ''Αλλωστε, όσο κι αν αυξάνεται η κατανάλωση εντός Γερμανίας, η ατμομηχανή της οικονομίας της παραμένουν οι εξαγωγές, οι οποίες κινδυνεύουν να βρεθούν προ δυσάρεστων απρόοπτων -ειδικά εάν και η Κίνα κατεβάσει ταχύτητα, όπως προβλέπουν πολλοί.
Οι ανάγκες των εταίρων
Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι εάν εκδηλωθεί νέα κρίση στην Ευρώπη, τα πυρομαχικά για την αντιμετώπισή της είναι σαφώς λιγότερα σε σύγκριση με το 2008. Πέρα από το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, που πρακτικά είναι απαγορευτικό για ένα νέο γύρω δημόσιων δαπανών με δανεικά, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ παραμένει στο μηδέν (σε αντίθεση με την αμερικανική Fed που έχει κινηθεί πιο γρήγορα, κι ας την κατηγορεί ο Τραμπ...) και δεν υπάρχουν πρακτικά περιθώρια για ακόμη πιο φτηνό χρήμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν θα έχουν ανάγκη άμεσης βοήθειας, οι Γερμανοί θα δεχτούν τις ασφυκτικές πιέσεις των εταίρων τους. Και τότε...
Bernd von Jutrczenka/dpa via AP