Καθώς οι ερευνητές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας εντείνουν την αναζήτηση τους για τα ζώα που θα μπορούσαν να έχουν διαδώσει τον νέο κορονοϊό στον άνθρωπο, η προσοχή τους εστιάζει σε κουνάβια, ασβούς και κουνέλια ως πιθανούς ξενιστές της νόσου.
Μέλη της ομάδας του ΠΟΥ που διερευνούν την προέλευση της πανδημίας λένε ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τους προμηθευτές αυτών και άλλων ζώων στην αγορά, μερικά από τα οποία προέρχονταν από μια περιοχή της Κίνας κοντά νότια στα σύνορα της, όπου βρέθηκαν οι πιο γνωστοί συγγενείς του ιού σε νυχτερίδες.
Η ομάδα του ΠΟΥ η οποία ασχολείται με πολλές ανταγωνιστικές υποθέσεις, εξακολουθεί να μην είναι σίγουρη αν ο ιός μεταδόθηκε για πρώτη φορά από ζώα σε ανθρώπους στην αγορά της Ουχάν ή αν κυκλοφόρησε με άλλο τρόπο.
Σύμφωνα με την Wall Street Journal, με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι ερευνητές αποκτούν μεγαλύτερη κατανόηση για το ποια ζώα θα μπορούσαν εύλογα να είναι φορείς.
Ο Πίτερ Ντάσντακ, ζωολόγος στην ομάδα του ΠΟΥ, δήλωσε σε συνέντευξή του ότι παρά το γεγονός ότι οι ασβοί που βρέθηκαν σε καταψύκτες στην αγορά της Ουχάν βρέθηκαν αρνητικοί στα πρώτα τεστ, ενδέχεται να ήταν φορείς του.
Οι ασβοί οι οποίοι που ζουν κυρίως στη νότια Κίνα, προέρχονται από την ίδια οικογένεια θηλαστικών με τις νυφίτσες και τις ενυδρίδες. Τα εν λόγω ζώα είναι στόχος των κυνηγών είτε για τη γούνα τους είτε για το κρέας τους, παρά το γεγονός ότι είναι προστατευόμενο είδος.
Ο Ντασντακ και άλλα μέλη της ομάδας του ΠΟΥ δήλωσαν ότι η έρευνα πρέπει να εστιάσει και σε άλλες χώρες, ειδικά στη Νοτιοανατολική Ασία, όπου βρέθηκαν πρόσφατα παρόμοιοι ιοι συμπεριλαμβανομένης της Ταϊλάνδης και της Καμπότζης.
Σε αποκλειστικές δηλώσεις του στο CNN ο επικεφαλής της αποστολής του ΠΟΥ, Πέτερ Μπεν Έμπαρεκ, είχε πει ότι οι ερευνητές εντόπισαν πολλές ενδείξεις πολύ πιο εκτεταμένης διασποράς του ιού το 2019, και τουλάχιστον 13 διαφορετικά στελέχη ήδη από το 2019.
"Ο ιός κυκλοφορούσε ευρέως στη Ουχάν τον Δεκέμβριο, πράγμα που αποτελεί νέο εύρημα", είπε ο Δανός επιστήμονας στο CNN. Πρόσθεσε ότι ένας μεγάλος αριθμός, τουλάχιστον 174 κρουσμάτων, αναφέρεται πλέον ότι εντοπίστηκε τον Δεκέμβριο του 2019 από τις κινεζικές αρχές, πολύ ανώτερος της προηγούμενης επίσημης καταμέτρησης, πράγμα που κατά τον κ. Έμπαρεκ δείχνει ότι ήδη εκείνο τον μήνα μπορεί να υπήρχαν και πάνω από 1.000 κρούσματα.