Του Γιάννη Μαντζίκου
Με φόντο την πρόσφατη συνάντηση-φιάσκο του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν στο Ελσίνκι, όπου ο Τραμπ ούτε λίγο ούτε πολύ φάνηκε να «χαϊδεύει τα αυτιά» του ομολόγου του, βυθίζοντας ακόμα περισσότερο στις αμφιβολίες τους Αμερικανούς πολίτες για τις σχέσεις του με τη Ρωσία, αρχίζει σήμερα η δίκη ενός ανθρώπου-κλειδί για την υπόθεση αυτή.
Σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Βιρτζίνια ξεκίνησε λοιπόν χτες η δίκη του Πολ Μάναφορτ, πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος βρέθηκε στο στόχαστρο του ειδικού ανακριτή με εισαγγελικά καθήκοντα, Ρόμπερτ Μιούλερ, για το «Russia-Gate». Από τον περασμένο Ιούνιο βρισκόταν στη φυλακή, όπου είχε μεταφερθεί μετά τον κατ'' οίκον περιορισμό στον οποίο είχε τεθεί αρχικά.
Σε αυτή τη φάση η δίκη θα επικεντρωθεί στη δράση του Μάναφορτ για την προώθηση των συμφερόντων της ουκρανικής κυβέρνησης και του πρώην προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς στην Ουάσινγκτον για την περίοδο από το 2006 έως το 2015. Σύμφωνα με τις κατηγορίες για «ξέπλυμα» τουλάχιστον 30 εκατομμυρίων δολαρίων, ο Μάναφορτ χρησιμοποίησε τουλάχιστον τέσσερις υπεράκτιους τραπεζικούς λογαριασμούς για να μεταφέρει περισσότερα από 2 εκατομμύρια ευρώ γι'' αυτόν τον σκοπό. Εάν αποδειχτούν οι κατηγορίες, θα πρόκειται για ένα παράδειγμα του πώς οι Αμερικανοί πολιτικοί ηγέτες επεδίωξαν να επηρεάσουν τη διεθνή πολιτική υπέρ του Γιανουκόβιτς, ο οποίος αργότερα κατέφυγε στη Ρωσία έπειτα από διαμαρτυρίες κατά του καθεστώτος του.
Παρότι το γραφείο του ειδικού εισαγγελέα Μιούλερ ανακοίνωσε ότι δεν έχει την πρόθεση να θέσει ζήτημα συνωμοσίας με τη Ρωσία, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι θα δώσει έμφαση σε ορισμένες διαστάσεις των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Μάναφορτ, την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας, ο Αμερικανός πρόεδρος θα παρακολουθεί με αγωνία την έκβαση της διαδικασίας, ενώ σύμφωνα με άλλους θα κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Του λόγου το αληθές επιβεβαίωσε άλλωστε προ ημερών και ο Αλαν Ντέρσοβιτς, συνταξιούχος καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, που βρίσκεται κοντά στον Τραμπ. «Φυσικά, ο πρόεδρος πρέπει να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Πρέπει να παρακολουθεί οτιδήποτε κάνει ο Μιούλερ» είπε. Το ερώτημα που τίθεται στην πραγματικότητα είναι αν ο Μάναφορτ αποφασίσει να συνεργαστεί με τις αρχές και ειδικά με τον Μιούλερ, κάτι που θα είναι «μαύρα μαντάτα» για τον Τραμπ, αφού θεωρείται πως γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια της περιβόητης συνάντησης στον πύργο Τραμπ με Ρώσους τον Ιούνιο του 2016. Σε αυτή την περίπτωση, οι διαβεβαιώσεις του σκληροπυρηνικού Ρούντι Τζουλιάνι, που είναι ένας από τους προσωπικούς δικηγόρους του, ότι «δεν υπάρχει ανησυχία για την δίκη», θα αποδειχθούν απλά λόγια...
Ποιοι άλλοι είναι στο στόχαστρο του Μιούλερ
- Μάικλ Κόεν: Ο προσωπικός δικηγόρος του Τραμπ. Οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς ερευνούν τον Κόεν για ενδεχόμενη τραπεζική και φορολογική απάτη. Εκτός αυτών, ο Κόεν φέρεται να πλήρωσε την πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς από χρήματα της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ, κάτι που απαγορεύεται. Τέλος, ο Κόεν ισχυρίζεται πως ο Τραμπ γνώριζε εκ των προτέρων για τη συνάντηση που έγινε στον πύργο Τραμπ, τον Ιούνιο του 2016, μεταξύ μελών της προεκλογικής του εκστρατείας και Ρώσων πολιτών.
- Ρότζερ Στόουν: Το μεγάλο ψάρι. Λομπίστας των Ρεπουμπλικανών για δεκαετίες, στενός φίλος και σύμβουλος του Τραμπ, ο οποίος φέρεται να είχε προσωπικές επαφές με τον ιδρυτή των Wikileaks Τζούλιαν Ασάνζ για τη διαρροή εγγράφων σχετικά με τη Χίλαρι Κλίντον, αντίπαλο του Τραμπ στις εκλογές του 2016.
- Ρικ Γκέιτς: Πρόκειται για τον πρώην αναπληρωτή πρόεδρο της εκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, ο οποίος δήλωσε ένοχος τον περασμένο Φεβρουάριο, αφού παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα στους ερευνητές.
- Μάικλ Φλιν: Ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ ομολόγησε ότι είπε ψέματα στους πράκτορες του FBI σχετικά με τις επαφές του με τη Ρωσία και συμφώνησε να συνεργαστεί με την έρευνα της αρμόδιας επιτροπής Μάλερ.
-Tζορτζ Παπαδόπουλος: πρώην σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ένοχος για ψευδή κατάθεση στο FBI και συνεργάζεται με τις αρχές για την έρευνα Μάλερ. Συνελήφθη τον Ιούλιο του 2017 και έφτασε σε συμφωνία με τις αρχές στις 5 Οκτωβρίου 2017.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 31 Ιουλίου.