*Γράφει ο Ζαν Φρανσουά Κολοζιμό
Ποιος, άραγε, μέσα στην επικράτειά του, καταργεί τη δημοκρατία, εκκαθαρίζει τον κρατικό μηχανισμό, καταπιέζει την αντιπολίτευση, φιμώνει τον Τύπο, φυλακίζει τους καλλιτέχνες, διώκει τις μειονότητες και κηρύσσει ανοιχτά τον πόλεμο εναντίον ολόκληρων τμημάτων του πληθυσμού προκειμένου να καταξιωθεί ως ο πρωταθλητής του πολιτικού ισλάμ;
Ποιος, άραγε, έξω από τα σύνορά του, προκαλεί την Αμερική, ανταγωνίζεται τη Ρωσία, εκβιάζει την Ευρώπη, καλύπτει τον ISIS, καταδιώκει τους Κούρδους στη Μέση Ανατολή, στέλνει μισθοφόρους στη Λιβύη, πολεμάει τους Αρμένιους στον Καύκασο προκειμένου να στεφθεί ηγέτης της ισλαμικής διεθνούς;
Ποιος θεωρεί τον εαυτό του νέο σουλτάνο, φιλοδοξεί να μεταβληθεί σε νέο χαλίφη, επιδιώκει να ανασυστήσει την οθωμανική Αυτοκρατορία προκειμένου να θεωρηθεί μια από τις μεγάλες δυνάμεις στο πλανητικό παιχνίδι;
Η δαιμονοποίησή του ενθουσιάζει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Την διεκδικεί και την ενθαρρύνει. Η στρατηγική της πρόκλησης που εφαρμόζει ενισχύει το σύστημα εκφοβισμού που ακολουθεί. Ωστόσο, αυτή η δαιμονοποίηση δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να συγκαλύπτει μια καταγωγική πληγή.
Ο δωδέκατος πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας ολοκληρώνει, οδηγώντας την σε παροξυσμό, τη φυγή προς τα εμπρός που σημαδεύει τη σύγχρονη Τουρκία από τη στιγμή της ίδρυσής της, το 1923, από τον Μουσταφά Κεμάλ, τον λεγόμενο Ατατούρκ. Και του οποίου ο ίδιος, ο μακρινός διάδοχος, αλλά και ο μόνος που τον συναγωνίζεται σε φιλοδοξία και ηγεμονική ισχύ, δεν είναι παρά η άλλη όψη του νομίσματος, ο φαινομενικά εχθρός αλλά στην πραγματικότητα δίδυμος αδελφός.
Μπροστά στην ιλιγγιώδη κλιμάκωση της οποίας γινόμαστε μάρτυρες, η έκπληξή μας είναι το ίδιο αιφνίδια όσο επίμονη ήταν και τύφλωσή μας. Μέχρι πού θα φτάσει η Τουρκία; Πώς κατάφερε, μέσα σε έναν αιώνα, από την επιθυμία να ενταχθεί στην Ευρώπη να περάσει στη βούληση κυριαρχίας πάνω στην Ούμα; Γιατί και τι φοβάται; Γιατί και με ποιον τρόπο μας απειλεί; Πότε θα σταματήσει ο πολιτικός και στρατιωτικός εκβιασμός της, η ροπή της προς τη βίαιη επιβολή, η τάση της να τρομοκρατεί;
Αυτά τα ερωτήματα μας βασανίζουν επειδή, για μεγάλο διάστημα, αδιαφορήσαμε για την αλήθεια. Σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, συνηθίσαμε να ελαχιστοποιούμε τα γεγονότα, να υποτιμούμε τις ενέργειες, στοιχηματίζοντας ότι την επόμενη μέρα όλα θα ήσαν καλύτερα. Και αυτό γιατί, αφού είχε υιοθετήσει την πρόοδο, αναπόφευκτα θα προόδευε.
Τώρα πια, όμως, η αδιαφορία και η αμέλειά μας ξεπερνούν την αντιληπτική μας δυνατότητα, καθώς οι προκαταλήψεις και οι ψευδαισθήσεις που αποδεχτήκαμε συνειδητά αποδεικνύονται όλες μάταιες. Μόλις τώρα αρχίζουμε να κατανοούμε ότι δεν έχουμε καταλάβει τίποτα σχετικά με την Τουρκία.
Εκτιμήσαμε λανθασμένα την αλλοτρίωση που προκάλεσε ο εκδυτικισμός του Ατατούρκ γιατί έτσι μας βόλευε. Δεν αποτιμήσαμε σωστά την καταπίεση που επέφερε ο εξισλαμισμός του Ερντογάν όσο δεν μας ενοχλούσε. Στη συνέχεια, θελήσαμε να πιστέψουμε ότι υπήρχαν δύο Τουρκίες, μία καλή και μία κακή. Και ότι μπορούσαμε να διαλέξουμε ανάμεσά τους.
Έτσι, αρνηθήκαμε το προφανές: Στον αγώνα δρόμου που διεξάγει από την ίδρυσή της, κυνηγώντας την ουρά της, η Τουρκία είναι μόνο μία και έχει δοκιμάσει όλες τις ακραίες επιλογές.
Ογδόντα χρόνια εθνικισμού που κατέστρεψε τις μειονότητες, προκειμένου να επιβάλει μια κοσμική Δημοκρατία. Είκοσι χρόνια ισλαμισμού που αρνείται τις ελευθερίες με σκοπό την αναβίωση μιας θεοκρατικής Αυτοκρατορίας. Δύο αμείλικτα καθεστώτα αλλά, σε τελική ανάλυση, εξίσου εξωπραγματικά. Λιγότερα από εκατό χρόνια ύπαρξης, όσο δηλαδή διαρκεί μια ανθρώπινη ζωή, που αναδύονται σαν μια τεράστια κατασκευή η οποία καλύπτει ένα κατά τα άλλα ανησυχητικό κενό.
Με απίστευτη επιμονή κλείναμε τα μάτια μπροστά σε αυτόν τον αγώνα δρόμου προς την άβυσσο. Γιατί σφάλαμε σε ό,τι αφορά το έργο του Ατατούρκ και την κληρονομιά που αυτός άφησε; Γιατί αφεθήκαμε συνειδητά να εξαπατηθούμε τα πρώτα χρόνια του Ερντογάν σχετικά με το τι σκόπευε να κάνει; Γιατί είναι λάθος να αντιπαραθέτουμε τον έναν στον άλλον;
Ακριβώς επειδή αρνηθήκαμε, εκ προοιμίου, να διαβάσουμε και τους δυο σαν σε καθρέφτη, να δούμε τη συγγένειά τους. Επειδή μια τέτοια ματιά θα μας υποχρέωνε να βγούμε από τα δικά μας μανιχαϊκά σχήματα. Επειδή θα έπρεπε να έχουμε αναθεωρήσει τις προκαταλήψεις μας τόσο για τα ουτοπικά όνειρα του χθες όσο και για τους ιδεολογικούς εφιάλτες του σήμερα. Και να παραδεχτούμε τη συγκλονιστική τους ενότητα.
Ο Ατατούρκ και ο Ερντογάν είναι εχθροί ως προς τη θεατρική αναπαράσταση της ιδεολογίας, αλλά συνεργοί στην επιθυμία για ηγεμονία. Αυτός είναι ο λόγος που ετούτα τα δύο δεσποτικά alter ego δεν είναι παρά φανταστικοί αντίπαλοι.
Μετά από έναν βασανιστικό αιώνα, που γνώρισε διαρκείς εναλλαγές επαναστάσεων και καταστολής, η Τουρκία παραμένει ένα διαρκώς ανανεούμενο ταυτοτικό εργαστήριο. Μια ημιτελής κατασκευή με ασταθή άξονα και απροσδιόριστο ορίζοντα, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Ανατολής και Δύσης, χρησιμοποιώντας πότε τη μία και πότε την άλλη όψη προκειμένου να εξυπηρετήσει το ίδιο σχέδιο αντεκδίκησης και παλινόρθωσης.
Για να κατανοήσουμε έστω και ελάχιστα την Τουρκία, πρέπει να αντιστρέψουμε τη διχοτομία, να ξαναβρούμε τη συμμετρία. Να βυθιστούμε στα εκατό χρόνια συνεχών παραισθήσεων που βίωσε η Τουρκική Δημοκρατία, στοιχειωμένη από την αμφίσημη μνήμη της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Να ανακαλέσουμε τα φαντάσματα που κυριάρχησαν κατά τη γέννησή της, εκείνα της γενοκτονίας των Αρμενίων, το 1915, της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων, το 1923, των σφαγών των Κούρδων και των Αλεβιτών ήδη από το 1928.
Να αποκαλύψουμε τα κρυμμένα μυστικά των στρατιωτικών πραξικοπημάτων που, μεταξύ 1960 και 2016, στραγγάλισαν τις όποιες προσδοκίες για δημοκρατία. Να δημοσιοποιήσουμε τους συμβιβασμούς της Ουάσιγκτον, από το 1945, και των Βρυξελλών μέχρι σήμερα, το 2020. Να καταδείξουμε πως η Τουρκία αποτελεί το πιο εκρηκτικό πολεμοχαρές εργαστήριο, σε απόσταση τριών ωρών με το αεροπλάνο από το Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο. Και να μην ξεχνάμε, σε όλη αυτή τη διαδρομή, το πλήθος των Τούρκων που δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν επειδή είπαν όχι στο θεσμοθετημένο ψεύδος. Είτε καταδιώχθηκαν από το πολιτικό ξίφος, είτε από το θρησκευτικό σαρίκι είτε και από τα δύο μαζί.
*Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε μια προϊούσα αφύπνιση των Δυτικοευρωπαίων –των Γάλλων τουλάχιστον–, απέναντι στον κίνδυνο που συνιστά για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης, η Τουρκία του Ερντογάν.
Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η κυκλοφορία το 2020 του δοκιμίου του Jean-François Colosimo, «Το ξίφος και το Σαρίκι», που δείχνει τη συνέχεια μεταξύ Κεμάλ και Ερντογάν. Το βιβλίο εξεδόθη στα ελληνικά από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις τον Δεκέμβριο του 2021 σε μετάφραση της Χριστίνας Σταματοπούλου.
Ο Jean-François Colosimo, είναι Γάλλος ορθόδοξος θεολόγος, ιστορικός, εκδότης, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και δοκιμιογράφος. Ο διδάσκει ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας και θεολογίας από το 1990 στο «Ινστιτούτο του Αγίου Σέργιου», στο Παρίσι. Από το 2010 έως το 2013, χρημάτισε πρόεδρος του «Εθνικού Κέντρου Βιβλίου» (Centre National du Livre).