Η κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι κρισιμότερη από ποτέ μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μπορεί οι δύο χώρες να έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου άλλες τρεις φορές από τότε, το 1976, το 1987 και το 1996, όμως, οι κρίσιμες περιστάσεις κράτησαν εμφανώς μικρότερα χρονικά διαστήματα.
Η τωρινή κατάσταση όχι μόνο έχει ξεπεράσει κάθε χρονικό όριο αλλά χαρακτηρίζεται και από άλλες διαφορές σε σχέση με τις τότε κρίσεις : Αφενός η Τουρκία έχει έναν ηγέτη που προσπαθεί να συντρίψει το κεμαλικό κατεστημένο των τελευταίων 100 χρόνων και να κάνει την χώρα του περιφερειακή δύναμη μην ακούγοντας τις διαμεσολαβητικές παραινέσεις τρίτων και αφετέρου μία διεθνή κοινότητα πιο πολύπλοκη από τότε.
Στο δύσκολο παζλ των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν προστεθεί περισσότεροι παίκτες (ΕΕ, Γερμανία, Γαλλία, μεμονωμένα κράτη μέλη της ΕΕ, Ρωσία), ενώ φαίνεται υποβαθμισμένος λόγω επιλογής του Προέδρου τους ο ρόλος των ΗΠΑ ενόψει και των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Κατά τα άλλα το ΝΑΤΟ κρατά εκνευριστικά την παραδοσιακή ουδέτερη στάση των ίσων αποστάσεων, διανθίζοντάς την και με διαχειριστικές αστοχίες του Γενικού Γραμματέα του.
Ενόψει των γεγονότων που συνέβησαν τον τελευταίο κυρίως μήνα, με τις αλλεπάλληλες NAVTEX που εξέδωσε η Τουρκία και αμφισβητούν ευθέως την υφαλοκρηπίδα του Καστελλορίζου, την παρουσία πολεμικών πλοίων και των δύο χωρών στην περιοχή, το ατύχημα από την σύγκρουση των δύο φρεγατών και τον κίνδυνο δημιουργίας θερμού επεισοδίου, είτε από λάθος είτε και εκ προθέσεως, το ερώτημα που πλανάται είναι μέχρι πού μπορεί να φτάσει η Τουρκία ;
Kάδρο που συμπληρώνεται από την παρουσία του γαλλικού αεροπλανοφόρου Σαρλ Ντε Γκωλλ στην περιοχή, τον διπλωματικό πυρετό που υπάρχει όχι μόνο στην Αθήνα και την Άγκυρα, αλλά και σε Βρυξέλλες, Βερολίνο, Ουάσινγκτον και Παρίσι, την διάσκεψη της Κορσικής με την συμμετοχή 7 νοτιοευρωπαϊκών κρατών και την επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Μακρόν πριν από αυτήν ή στο περιθώριο αυτής και τέλος την επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου.
Διότι όλοι οι παραπάνω παίκτες, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης, την οποία προς το παρόν και για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου βγάζουμε από την προβληματική μας, χωρίς όμως να υποτιμάμε κατά τα άλλα τον ρόλο της, συμφωνούν ότι η Τουρκία είναι εκείνη που με εμπρηστικές δηλώσεις και επιχειρησιακές ενέργειες ρίχνει λάδι στην φωτιά και από εκείνην που κρατάει το παιχνίδι των προκλήσεων στα χέρια της εξαρτάται ως επί το πλείστον η αποκλιμάκωση της κατάστασης.
Όσο κι αν στην χώρα μας μεγάλη μερίδα του τύπου και της κοινής γνώμης που εκφράζεται πλέον κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διακατέχονται από το σύνδρομο του «αδικημένου» για λόγους δήθεν «έχθρας» και «ανθελληνισμού» έναντι Ευρωπαίων και Αμερικανών, η αλήθεια είναι ότι σε μεγάλο βαθμό, αντικειμενικά όχι όσο θα θέλαμε και θα έπρεπε βεβαίως, η Τουρκία βρίσκεται διπλωματικά απομονωμένη.
Ακόμα και στις «φιλοτουρκικές» Γερμανία και ΗΠΑ ο Τύπος για διαφορετικούς λόγους επικρίνει τον Ερντογάν για την στάση του έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, ενώ για πρώτη ίσως φορά δηλώσεις αξιωματούχων του Στέητ Ντηπάρτμεντ προεξάρχοντος του επικεφαλής του, Υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, και του Υφυπουργού Εξωτερικών τάσσονται υπέρ των θέσεων της Ελλάδας και καλούν την Τουρκία ευθέως να απέχει από προκλητικές ενέργειες, όπως χαρακτηρίζουν τις εμπρηστικές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων και του ίδιου του Προέδρου Ερντογάν, το Τουρκολυβικό Μνημόνιο, τις τουρκικές ΝAVTEX στην ΑΟΖ της Κύπρου και στην υφαλοκρηπίδα του Καστελλορίζου καθώς και την εγκατάσταση του γεωτρύπανου Γιαβούζ στην ΑΟΖ της Κύπρου και την περιοδεία του Ορούτς Ρέις στην περιοχή.
Είναι αλήθεια ότι η ως άνω απομόνωση δεν έχει αποθαρρύνει την Τουρκία καθόλου από την συνέχιση των προκλητικών δηλώσεων και ενεργειών. Υπό αυτήν την έννοια η δήλωση του Προέδρου Μακρόν ότι «η Τουρκία δεν καταλαβαίνει από λόγια αλλά από πράξεις» (όπου πράξεις βλ. κυρώσεις) πιάνει τον ταύρο από το κέρατα και αποδίδει την πραγματικότητα.
To ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων
Στο πλαίσιο του διπλωματικού πυρετού που έχει καταλάβει τις πρωτεύουσες των ενδιαφερομένων χωρών κεντρικό ρόλο παίζει πλέον το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ κατά την Σύνοδο Κορυφής της 24/25 Σεπτεμβρίου.
Προς την κατεύθυνση αυτή πιέζουν καταρχήν 4 χώρες, Ελλάδα, Κύπρος, Γαλλία και Αυστρία, η Γερμανία και κάποιες άλλες είναι αρνητικές, ενώ υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός χωρών που θα εξαρτήσουν την στάση τους από την διαμόρφωση των ισορροπιών της στιγμής.
Σημαντικό ρόλο θα παίξει ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ο οποίος κι αυτός φαίνεται να απεύχεται το πικρόν ποτήριον των κυρώσεων. Από την άλλη όμως, η επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας έστω ως ultimum refugium μπορεί να περισώσει την αξιοπρέπεια της ΕΕ ως οικογένειας κρατών που διέπεται από τις αξίες του κράτους δικαίου, συμπεριλαμβανομένου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, και της αλληλεγγύης των κρατών μελών μεταξύ τους.
Οι θέσεις του Καγκελαρίου Κουρτς της Αυστρίας και του επικεφαλής του ΕΛΚ στο Ευρωκοινοβούλιο Μάνφρεντ Βέρνερ για ηθικό, πολιτικό και νομικό χρέος της ΕΕ, των κρατών μελών και κυρίως της Γερμανίας να υποστηρίξουν την Ελλάδα και την Κύπρο στις διαφορές τους με την Τουρκία, τοσούτω μάλλον όταν οι τελευταίες έχουν το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος τους και να μην παίζουν τον ρόλο του απλού διαμεσολαβητή, δεν θα πρέπει να χαρακτηριστούν ως μεμονωμένες, όσο κι αν γίνονται για τους δικούς τους λόγους περισσότερο από «αντιτουρκισμό» και λιγότερο από «φιλελληνισμό».
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι εάν το διπλωματικό «στρίμωγμα» και κυρίως οι κυρώσεις θα «συνετίσουν» τον Ερντογάν και θα τον κάνουν να αλλάξει ρότα. Μέχρι τώρα η Τουρκία δείχνει να έχει ξεφύγει εκτός ελέγχου. Το πιο ανησυχητικό δεν είναι μόνο ότι πλέον απειλεί ανοιχτά με θερμά επεισόδια ακόμα και με πόλεμο αλλά ότι μέχρι τώρα έχει πραγματοποιήσει όλες τις απειλές της. Η Τουρκία δεν είναι σκυλί που γαυγίζει αλλά δεν δαγκώνει αλλά που όπως έχει αποδείξει δαγκώνει κιόλας. Πόσο βαθιά μπορεί να φτάσει το δάγκωμα;
Το ερώτημα περί κυρώσεων είναι δύσκολο να απαντηθεί μονοσήμαντα. Καταρχάς θα πρέπει να δούμε εάν είναι ρεαλιστική η επιβολή των κυρώσεων. Όπως προαναφέραμε η Γερμανία και κάποιες άλλες χώρες που την ακολουθούν και ο Πρόεδρος Μισέλ είναι καταρχήν εναντίον. Ενδεχόμενη επιβολή τους θα συμβεί μόνο εάν η Τουρκία συνεχίζει μέχρι τις 24/25 Σεπτεμβρίου να συμπεριφέρεται με τον ίδιο ή και χειρότερο τρόπο.
Απ’ εκεί και πέρα η ως άνω απάντηση θα πρέπει να εξαρτηθεί από το είδος των κυρώσεων. Ενδεχόμενη επιβολή ήπιων κυρώσεων όπως πέρυσι, όσο κι αν επαίρεται ο κ. Τσίπρας ότι κατάφερε και το επέβαλε στους Ευρωπαίους εταίρους μας, δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Τουναντίον η Άγκυρα θα το εκλάβει ως κλείσιμο του ματιού ότι μπορεί να συνεχίσει. Ενδεχόμενη επιβολή κλιμακωτών κυρώσεων φαίνεται προσώρας πιο ρεαλιστική. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο περισώζει την τιμή της ΕΕ έστω και προσχηματικά, αφήνει το παράθυρο ανοιχτό για την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ικανοποιώντας προσωρινά Αθήνα και Λευκωσία και δίνει περιθώριο στον Ερντογάν να επανεξετάσει την στάση του.
Η στάση της ΕΕ και των ΗΠΑ
Δεν αποκλείεται όμως η επιβολή αυστηρών κυρώσεων, έστω και κλιμακωτά, να εξοργίσει περισσότερο τον Ερντογάν. Η ψυχολογία λέει ότι όσο περισσότερο άτομα και πολύ περισσότερο ηγέτες σαν τον Ερντογάν στριμώχνονται και υφίστανται ήττες, τόσο περισσότερο αντιδρούν σπασμωδικά και εξοργισμένα θέλοντας να πάρουν την ρεβάνς και να αποδείξουν στους επικριτές ή τους αντιπάλους τους ότι δεν λογαριάζουν από κυρώσεις και τιμωρίες. Βέβαια, καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία των κυρώσεων είναι η ενιαία και συνεπής στάση της ΕΕ και των κρατών μελών στην εφαρμογή τους και η στάση των ΗΠΑ στο θέμα αυτό, που αυτή την στιγμή λόγω των επικείμενων αμερικανικών εκλογών αποφεύγει να εμπλακεί ενεργά.
Τα παραδείγματα των ρωσικών κυρώσεων μετά την κατάρριψη του ρωσικού στρατιωτικού αεροπλάνου και των αμερικανικών στην περίπτωση του Αμερικανού πάστορα, που υποχρέωσαν σε αμφότερες τις περιπτώσεις σε αναδίπλωση τον Ερντογάν, μέχρι και συγγνώμη ζήτησε από τον Πρόεδρο Πούτιν και κατέβαλε και αποζημίωση ως επανόρθωση, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές κι εδώ ο Πρόεδρος Μακρόν φαίνεται να έχει δίκιο.
Από την άλλη δεν αποκλείεται η αλλαγή στάσης του Ερντογάν να λάβει την μορφή ελιγμού στις σχέσεις του με την Γαλλία, την οποία δείχνει αυτή την στιγμή ότι απεχθάνεται μαζί με τον Πρόεδρό της, δίνοντας ως δόλωμα σε αυτήν την αλλαγή στάσης του υπέρ της Γαλλίας στο θέμα της Λιβύης. Κι εδώ οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές για ένα τέτοιο εγχείρημα το οποίο σε περίπτωση της αβέβαιης πραγματοποίησής του μπορεί να δοκιμάσει τις στενές σχέσεις Ελλάδας-Γαλλίας.
Το βασικό για την χώρα μας, το οποίο δεν πρέπει να υποτιμάμε μεμψιμοιρώντας για την «άδικη διεθνή κοινότητα» που δεν μας υποστηρίζει, είναι ότι για πρώτη φορά έχουμε σημαντικούς παίκτες της περιοχής που δείχνουν ότι μας στηρίζουν ενεργά (Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτος πέραν της αδελφικής σχέσης με την Κύπρο) και μια ΕΕ που έχει καταλάβει ότι το πράγμα δεν πάει άλλο με την Τουρκία όσο κι αν αντικρουόμενα συμφέροντα στους κόλπους της δεν την αφήνουν να το ξεκαθαρίσει. Θα πρέπει όσο το δυνατόν να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε και να εμπεδώσουμε τις σχέσεις αυτές, η στρατιωτική συνεργασία με Γαλλία και Ισραήλ είναι προς αυτή την κατεύθυνση, και να μεταβάλλουμε όσο το δυνατόν προς το συμφέρον μας τις ισορροπίες εντός της ΕΕ. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση το έχει συνειδητοποιήσει ότι για πρώτη ίσως φορά η τύχη μας βρίσκεται περισσότερο και στα δικά μας χέρια και όχι μόνο στα χέρια τρίτων διαμεσολαβητών και «καλοθελητών».
*Ο κ. Χαράλαμπος Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.