Του Νίκου Μελέτη
Ένας ακόμη Έλληνας πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να συνεννοηθεί με τον Τούρκο ηγέτη Ταγίπ Ερντογάν, σε ένα δύσκολο και δυσοίωνο περιβάλλον που διαμορφώνουν οι τουρκικές κινήσεις και απειλές, με τον Κυρ. Μητσοτάκη να μην έχει αυταπάτες, δηλώνοντας από τη ΔΕΘ ότι ο Τούρκος ηγέτης πρέπει «να δείξει έμπρακτα ότι επιθυμεί την επανεκκίνηση» και ένα νέο βήμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αυτό το βήμα, που δεν έγινε ούτε υπό πολύ καλύτερες συνθήκες στο παρελθόν και από ηγέτες που είχαν αναπτύξει προσωπική σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν, όπως ο Κ. Καραμανλής και ο Γ. Παπανδρέου, ούτε σε στιγμές που υπήρχε ακτίδα φωτός στα ελληνοτουρκικά, με την πρόοδο στις διερευνητικές επαφές επί Κ. Σημίτη και με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε., φιλοδοξεί να το κάνει ή τουλάχιστον να προσπαθήσει να το επιτύχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνάντηση που θα έχει στη Νέα Υόρκη με τον Τούρκο ηγέτη.
Ο ΥΠΕΞ Ν. Δένδιας μίλησε μάλιστα για επιθυμία επανεκκίνησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο που δεν ανέχεται απειλές πολέμου ή μονομερείς διεκδικήσεις και προϋπόθεση για τη βελτίωση του κλίματος τη διακοπή των κινήσεων εναντίον της κυριαρχίας της Κύπρου.
Η επανεκκίνηση των σχέσεων πρακτικά σημαίνει ότι εκλείπουν οι παράγοντες που μέχρι τώρα εμπόδιζαν την πρόοδο και έτσι διαμορφώνεται το πεδίο για μια νέα προσπάθεια εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όμως από τουρκικής πλευράς δεν έχει υπάρξει κανένα δείγμα, το αντίθετο μάλιστα, για διάθεση συνεννόησης με την Ελλάδα και αποδοχής, έστω και γενικώς, του πλαισίου που ορθά έθεσε ο κ. Δένδιας και το πιθανότερο θα πρόκειται ακόμη για μία προσπάθεια προδιαγεγραμμένου αποτελέσματος.
Γιατί είναι προφανές και στον τελευταίο θεατή των όσων συμβαίνουν στην Τουρκία και στην περιοχή μας τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες ότι ο κ. Ερντογάν δεν έχει κανένα κίνητρο, κανένα όφελος και καμιά διάθεση να αποδεχθεί αυτό το πλαίσιο: σεβασμού τους Διεθνούς Δικαίου, εγκατάλειψη των απειλών, σεβασμού της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο κ. Ερντογάν αισθάνεται ισχυρός απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αλλά στριμωγμένος στη Συρία, εγκλωβισμένος σε μια ισορροπία τρόμου στις σχέσεις του με τη Δύση και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, στις νεοοθωμανικές βλέψεις του και στις απειλές που αντιμετωπίζει στα νότια σύνορα της χώρας του ανήμπορος να τις εξουδετερώσει.
Ο Τούρκος πρόεδρος μπορεί να είναι προβλέψιμος, όπως πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν, είναι όμως και ανεξέλεγκτος και αυτό αφορά και την Ελλάδα.
Οι επαφές των ηγετών της Ελλάδας και της Τουρκίας, ειδικά όταν γίνονται στο περιθώριο διεθνών φόρουμ, είναι πάντοτε χρήσιμες. Καλλιεργούν την προσωπική επαφή, δίνουν την ευκαιρία για ανταλλαγή απόψεων και διερεύνηση των προθέσεων, όμως δυστυχώς δεν αρκούν για την επίλυση των προβλημάτων.
Δύσκολη περίοδος
Η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν γίνεται σε μια εξαιρετικά δύσκολη φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα modus vivendi στα ελληνοτουρκικά, που στηρίζεται κυρίως στη δυσάρεστη δέσμευση της Ελλάδας για αποφυγή «μονομερών ενεργειών» (όπως ερμηνεύει η Άγκυρα την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο), η ανάδειξη του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» σε κυρίαρχο στην τουρκική εξωτερική πολιτική με τη σφραγίδα του ίδιου του Τ. Ερντογάν (που φωτογραφήθηκε μπροστά στον χάρτη των ακραίων διεκδικήσεων εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου) είναι δείγματα παραπάνω από ανησυχητικά.
Τα υπόλοιπα ζητήματα που αφορούν τις ασκήσεις, τις παραβιάσεις, αναχαιτίσεις, προσεγγίσεις σκαφών κ.λπ., είναι θέματα που εκτιμάται ότι η διαχείρισή τους μπορεί να γίνει με Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ώστε να περιορισθεί ο κίνδυνος ανεπιθύμητου συμβάντος.
Και σε ανώτατο επίπεδο όμως, η τουρκική πλευρά θα λάβει το μήνυμα ότι δεν θα πρέπει να κάνει λάθος υπολογισμούς και ότι καμία απόπειρα παραβίασης κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας δεν θα γίνει ανεκτή. Και αυτό το μήνυμα έχει ιδιαίτερη σημασία να δοθεί κατά τη συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον Τ. Ερντογάν λόγω της κινητικότητας των τουρκικών ερευνητικών και γεωτρύπανων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα όμως στα δύο κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τις σχέσεις και τα οποία είναι σε έξαρση, το μεταναστευτικό και το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου, σε συνδυασμό με το Κυπριακό, δεν είναι αυτή που έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, ούτε έχει δυνατότητα απευθείας διαπραγμάτευσης ή συνεννόησης με την Τουρκία.
Στο μεταναστευτικό η Ελλάδα είναι στο έλεος της Τουρκίας και των Ευρωπαίων εταίρων και φυσικά είναι απολύτως περιορισμένη η δυνατότητα διαπραγμάτευσης με την Τουρκία και τον κ. Ερντογάν, καθώς το όποιο αντάλλαγμα στην Άγκυρα δεν θα δοθεί από τον κ. Μητσοτάκη, αλλά από το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών. Ενώ η Ζώνη Ασφαλείας, την οποία ζητά ως λάφυρο προκειμένου να κρατήσει τις ροές, δεν αφορά καν την Ευρώπη, παρά μόνο τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τους Κούρδους και την κυβέρνηση Άσαντ.
Αλλά και στο Κυπριακό είναι προφανές ότι η Αθήνα έχει δευτερεύοντα ρόλο στη διαπραγμάτευση, μπορεί να υποστηρίξει συγκεκριμένο πλαίσιο λύσης, να θέσει τη δική της κόκκινη γραμμή σε ό,τι αφορά τη διεθνή πτυχή της ασφάλειας, αλλά δεν είναι αυτή που θα μπορούσε να δώσει στον κ. Ερντογάν τις απαντήσεις που ίσως θα περίμενε ειδικά αυτή τη στιγμή.
«Χαμηλή πολιτική» με... οροφή
Οι καλές κουβέντες και οι φιλοφρονήσεις, συνηθισμένες σε τέτοιες συναντήσεις, θα περισσεύουν σε ό,τι αφορά τη διάθεση για βελτίωση των εμπορικών, τουριστικών σχέσεων, αλλά όλα αυτά (η «χαμηλή πολιτική» του Γ. Παπανδρέου) έχουν «ταβάνι» το οποίο βάζει στις πολιτικές σχέσεις των δύο χωρών η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας.
Ο κ. Μητσοτάκης θα τεσταριστεί από την τουρκική ηγεσία και για το θέμα των φυγάδων οπαδών του Γκιουλέν στην Ελλάδα με αιχμή την υπόθεση και των 8 Τούρκων αξιωματικών, καθώς ο Ερντογάν ποτέ δεν χώνεψε ότι η Ελλάδα δεν του παρέδωσε τους αξιωματικούς που κατά τις τουρκικές αρχές συμμετείχαν στην ομάδα που ήθελε να ανατρέψει αλλά και να εξουδετερώσει τον ίδιο.
Βεβαίως, η απάντηση είναι δεδομένη καθώς η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα έχει αποφανθεί. Όσο για την κατηγορία ότι Γκιουλενιστές περνούν στην Ελλάδα, το επιχείρημα της Αθήνας θα ήταν πολύ απλά ότι ο κ. Ερντογάν θα πρέπει, αντί να αφήνει τις ροές προς τα ελληνικά νησιά για να εκβιάσει τους Ευρωπαίους, να εντείνει τον έλεγχο στα θαλάσσια σύνορα και στον Έβρο, καθώς μέσα από τα κυκλώματα διακίνησης μεταναστών διαφεύγουν και όσοι θεωρούνται από τον ίδιο τρομοκράτες...
Η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν είναι αναγκαία. Αλλά είναι μάλλον άτοπο να αναμένουμε έτσι απλά πρόοδο ή επανεκκίνηση των σχέσεων...
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 24 Σεπτεμβρίου