Του Απόστολου Σκουμπούρη
Σε μια χώρα που κυριάρχησε ο λανθάνων λατρευτικός σεβασμός για την πρόωρη (όσο πιο γρήγορα γίνεται) σύνταξη, σε μια χώρα που η λέξη «καλά» στη δουλειά θεωρείται το να μην έχεις… δραστηριότητα, υπάρχει –μεταξύ πολλών άλλων– και ένας που παρ' ότι βαδίζει αισίως στα 75 του, παραμένει «θεριό ανήμερο». Που όχι μόνο αρνείται να συνταξιοδοτηθεί, αλλά θέλει άλλα τόσα χρόνια για να δημιουργήσει, να ψάξει, να μυρίσει, να δοκιμάζει, να πειραματιστεί! Και κυρίως να… κεράσει και να μοιραστεί γεύσεις και εμπειρίες! Έχει τη φλόγα του έφηβου, την «πείνα» για δημιουργία του μετανάστη, νιώθει στο σταφύλι την ευλογία του Θεού, αντιλαμβάνεται το… θείο της διαδικασίας της απόσταξης! Όχι μόνο δεν σκέφτεται να αποστρατευτεί, απεναντίας, όπως λέει, όταν… κουράζεται το ένα τρακτέρ, καβαλάει το άλλο και οργώνει –με τη φρέζα ή με τη… ψυχή του– τους αμπελώνες του! Ο λόγος για τον Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλο, τον βορειοελλαδίτη εμβληματικό αμπελουργό, οινοποιό και αποσταγματοποιό.
Ποιο είναι το κίνητρο ένας άνθρωπος στα χρόνια του να συνεχίζει με το ίδιο πάθος, με ήλιο και βροχή, με κρύα και ζέστες το «σπορ» του ποτοποιού - αποσταγματοποιού; «Σκέφτεστε τη… σύνταξη;», ρωτάμε τον ίδιο…
«Η σύνταξη και η ακινησία δεν υπάρχει για εμένα. Νιώθω τρομερή ελευθερία στη δουλειά μου, δίπλα από τα κλίματά μου. Αυτό με συντηρεί, αυτό είναι η… φλόγα μου», τονίζει στο liberal.gr o Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος.
Μερακλής όσο δεν πάει, κιμπάρης, αρχοντικός, λάτρης του στυλ και της ομορφιάς, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος ή… Μπαμπατζίμ, είναι μια (ξεχωριστή) κατηγορία μόνος του! Παρ' ότι θεωρητικά «μεγάλος» και ώριμος, διατηρεί τη φλόγα του πρωτάρη, διατηρεί τη δίψα για το καινούριο ζωντανή, κοιτάζει το σταφύλι, τον καρπό της αμπέλου με θαυμασμό και κατάνυξη! Παρ' ότι «παλιός», έχει τις πιο νεωτερικές ιδέες στον κλάδο, βλέπει μπροστά, έχει πίστη και μεταγγίζει το… όραμά του! Ποιο είναι αυτό; Να γίνει η Ελλάδα ένα μεγάλο όνομα στη διεθνή αποσταγματοποιία!
Δικαίως χαίρει της εκτίμησης και του γνήσιου σεβασμού όλων των οινολόγων, καθώς είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος (εν ζωή) του κλάδου που ισορροπεί τόσο έντεχνα ανάμεσα στο ρομαντισμό και στην τεχνολογία, στην παράδοση και στην εξέλιξη, ο μόνος που «παντρεύει» έντεχνα την… καταγωγή και την Κωνσταντινούπολη με το σήμερα! Μπαμπατζίμ!
Όσοι έχουν γευτεί τα… νέκταρ που παράγει γνωρίζουν, καταλαβαίνουν. Μιλάει για το κρασί και τις γεύσεις, ως εραστής και γευσιγνώστης. Παινεύει το τσίπουρο και το ούζο ως «διαμάντια», που καθαρίζουν το λαιμό, αναφέρεται στις πιο… ακριβές αισθήσεις που δίνει ένα πούρο συνοδεία με κάποιο γλυκό ηδύποτο από αυτά τα ξεχωριστά που παράγει.
Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ο πρώτος στην Ελλάδα που εμφιάλωσε το 1988 το τσίπουρο. Ο πρώτος που του έδωσε το… κύρος και την «τιμή» που του αρμόζει, ο πρώτος που το έβαλε σφραγισμένο στα ράφια, ελεγμένο ποσοτικά, ποιοτικά και φορολογικά. Επρόκειτο για το τσίπουρο Μπαμπατζίμ! «Είμαι υπερήφανος που είμαι ο πρώτος που παρουσίασε το εμφιαλωμένο τσίπουρο στην Ελλάδα», τονίζει ο ίδιος στο liberal.gr. «Τίμησα με αυτόν τον τρόπο αυτό το εξαιρετικό προϊόν. Το 1988 έγινε αυτό. Μετά όμως αναπτύχθηκε και η πιο… ιδιωτική παραγωγή. «Καθοριστικής και κομβικής σημασίας ήταν το έτος 1987, όταν καθιερώθηκαν και «σφραγίστηκαν» ως αμιγώς ελληνικά προϊόντα το τσίπουρο και το ούζο. Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο δώρο για την ελληνική ποτοποιία», επισημαίνει.
Η ιστορία, από την Κωνσταντινούπολη έως τον Λαγκαδά
Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος είναι η 3η γενιά μιας φημισμένης οικογένειας αποσταγματοποιών που ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της Σηλυβρίας το 1875. Κύριο χαρακτηριστικό της οικογένειας, –τότε και τώρα– το πάθος, η τέχνη και το μεράκι για την όλη ιεροτελεστία! Και ότι «κουβαλάει» η ιστορία της τέχνης της απόσταξης. Με τη Μικρασιατική καταστροφή η οικογένεια βρέθηκε στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος, παιδάκι, μπήκε στο… πετσί της δουλειάς, μεταφέροντας κρασιά και άλλα με το κάρο ανά οικεία στους πελάτες. Από το 1971, στην περιοχή Αγχιάλου Θεσσαλονίκης έχει μεταφέρει τις αυθεντικές πολίτικες συνταγές, αλλά κυρίως την… ψυχή και το πάθος! Από το 1971, ο… Μπαμπατζίμ 3ης γενιάς, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος ξεκίνησε τη δημιουργία του οικολογικού πάρκου 550 στρεμμάτων στις πλαγιές Βερτίσκου στην περιοχή της Όσσας Λαγκαδά! Ήταν η δημιουργία του γνωστού «Κτήμα Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος». Οι ποικιλίες που αναπτύχθηκαν μέσα σε φυσικό περιβάλλον είναι, μεταξύ άλλων, Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah, Μαυρούδι, Ξινόμαυρο, Ροδίτης, Ugni Blanc, Μαλβάζια και Μαλαγουζία. Τα αμπέλια βρίσκονται σε υψόμετρο 620 μέτρα. Το κτήμα διαθέτει σήμερα 264 στρέμματα Βιοκλιματικού Αμπελώνα, σύγχρονο οινοποιείο και εμφιαλωτήριο, ενώ οι χώροι του Πάρκου είναι επισκέψιμοι και σημείο αναφοράς για την οινολογία της Β. Ελλάδας. Προσφυγική οικογένεια, αυθεντικός φορέας μιας άλλης κουλτούρας και άλλης φιλοσοφίας ζωής, που βρίσκεις μόνο σε γνήσιους παραγωγούς ούζου και τσίπουρου. Ζωντανό σχολείο ο ίδιος, αρέσκεται να μιλάει… αργά, όπως κυλάει αργά, σταγόνα σταγόνα το απόσταγμα στους άμβυκες! Δεν είναι τυχαίο ότι τον έχουν ονομάσει… «ο άρχοντας απόσταξης» ή «ο Ζορμπάς της απόσταξης».
Η Ελληνική ποτοποιία έχει μεγάλα περιθώρια εξέλιξης
Με τέτοια ιστορία, ασφαλώς και δικαιούται να ομιλεί ο κ. Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος! Πιστεύει πολύ στην ελληνική γη, στα ελληνικά προϊόντα και κυρίως στο ελληνικό σταφύλι και τον ελληνικό ήλιο. «Μπορούμε να κάνουμε μεγάλα πράγματα. Υπάρχουν μεγάλα περιθώρια να γίνει η χώρα μας μεγάλο όνομα στο εξωτερικό στον κλάδο της απόσταξης», επισημαίνει και συνεχίζει: «Υπάρχει μεγάλη ζήτηση από το εξωτερικό, διαρκώς αυξούμενη, όπως αυξάνεται και η ζήτηση στο εσωτερικό. Πρέπει να κρατήσουμε τα αμπέλια μας. Να μεγαλώσουμε την… Ελλάδα δεν γίνεται. Αλλά μπορούμε να κρατάμε και να συντηρούμε αυτά που έχουμε. Εδώ και πολλά χρόνια η Ε.Ε. έχει βάλει περιορισμούς στη δημιουργία νέων αμπελώνων. Κανείς δεν μπορεί να βάλει αυθαίρετα αμπέλι έτσι, από μεράκι ή κάτι άλλο. Είμαστε σε μια χώρα προικισμένη. Το ούζο και το τσίπουρο είναι προϊόντα ευλογημένα, θηρία ανήμερα! Όλα αυτά τα προϊόντα, όταν παράγονται επίσημα και ελεγμένα, μπορούν να αποτελέσουν προϋποθέσεις ανάπτυξης. Αν αλλάξουμε νοοτροπία και αν πιστέψουμε περισσότερο στα προϊόντα μας, αν προσέξουμε περισσότερο και την προβολή τους, μπορούμε να κάνουμε θαύματα», τονίζει ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος.
Το αδικημένο ούζο ο καλύτερος πρεσβευτής της χώρας μας
Μεγάλη έμφαση δίνει ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος στα περιθώρια περαιτέρω διάδοσης των ελληνικών brands, του ούζου και του τσίπουρου, που από το 1987 είναι επίσημα κατοχυρωμένα από την Ε.Ε. ως αποκλειστικά ελληνικά προϊόντα. Το κρασί, επισημαίνει, μειώνεται ως γενική κατανάλωση, όμως αυτά τα δύο «θεριά» έχουν τεράστια περιθώρια διάδοσης. «Το ούζο είναι αδικημένο» τονίζει. Πέρασε, μετά τον εμφύλιο, δύο - τρεις δεκαετίες που παραμερίστηκε, στηλιτεύτηκε, έμεινε πίσω. Και ο ελληνικός κινηματογράφος συνέβαλε στην… ξενομανία και στην επικράτηση των διεθνών μαρκών. «Ένα ουισκάκι» έλεγε ο Κωνσταντάρας «κάνει καλό στην καρδιά». Αυτό, επηρέασε όλη την κουλτούρα. Το ούζο, λόγω και κακών και εξαιρετικά πρόχειρων αποστάξεων, για πολλά χρόνια έμεινε πίσω. Θεωρήθηκε –και ήταν ίσως τότε– «φθηνό» ποτό στην ποιότητά του. Μετά, όταν πέρασαν τα χρόνια, κάναμε την αντεπίθεσή μας. «Το ούζο πλέον είναι ένα διαμάντι», σημειώνει ο Μπαμπατζίμ! Χαρακτηρίζει το ούζο τον καλύτερο «πρεσβευτή» της Ελλάδας, που δένει αρμονικά με τον τουρισμό, το κλίμα και την… ψυχή της χώρας. «Δένει αρμονικά με την αύρα της Ελλάδας, την παρέα, τις γεύσεις, το ούζο θα έχει μεγάλη επιτυχία στο άμεσο μέλλον. Αυτήν τη στιγμή με γοργούς ρυθμούς, το τσίπουρο κατακτά τον Καναδά, τη Γερμανία και την Αυστραλία, όπου εκεί έχουμε το ελληνικό στοιχείο που διεκδικεί τη δική του θέση. Οι μετανάστες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διάδοσή τους, καθώς… διψάνε να πιουν ένα ελληνικό ποτό με ένα μεζέ, διαφημίζοντας την ελληνική γαστρονομία που αρέσει στους ξένους», συμπληρώνει.
Χρειάζεται γνώση σε όσους διαπραγματεύονται στις Βρυξέλλες
Σύμφωνα με τον κ. Μπαμπατζιμόπουλο, «χρειάζεται πελώρια γνώση του αντικειμένου για όποιον πολιτικό παράγοντα πάει και διαπραγματεύεται στις Βρυξέλλες για τέτοια θέματα. Υπάρχουν απαγορεύσεις στον χώρο μας, που λειτουργούν περιοριστικά. Η σουλτανίνα π.χ. φεύγει σαν τρελή στο εξωτερικό. Θα έπρεπε ο νομοθέτης να διοχετεύσει ένα μεγάλο μέρος στην παραγωγή αποστάγματος, κάτι που δεν γίνεται, καθώς απαγορεύεται. Το ίδιο και για το ροζακί. Αν ένα χαλάζι καταστρέψει μια παραγωγή που είναι για σταφύλι, για βρώση, δεν επιτρέπεται να γίνει απόσταγμα. Αυτό είναι στρέβλωση. Μιλώ πάντα για τα επίσημα αποστακτήρια, όχι για τις χύμα παραγωγές. Υπάρχουν δεκάδες παράμετροι που επηρεάζουν τη δουλειά μας».
Η επιτυχία των Ιταλών με την κράπα
Όπως τονίζει, «οι Ιταλοί έγιναν μετά από εμάς αποστάκτες, εννοώ την απόσταξη πέρα από το κρασί, τα υπόλοιπα. Και όμως με την κράπα κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα προϊόν που έχει μεγάλη επιτυχία. Με κατάλληλο ντιζάιν, οι Ιταλοί ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Κατάφεραν να πουλούν την κράπα 16 - 17 ευρώ το 0,5 lit μπουκάλι! Εμείς είμαστε πολύ πίσω. Όλα παίζουν ρόλο. Ένα ωραίο μπουκάλι, μια ωραία ετικέτα, ένα όμορφο ντιζάιν. Το τσίπουρο είναι 100% πατενταρισμένο ελληνικό προϊόν. Δεν επιτρέπεται να κάνουμε τσίπουρο από… ξένα σταφύλια. Μόνο από σταφύλια που φύονται στην ελληνική γη».
Οι αδικίες, οι στρεβλώσεις και οι δύο τάξεις αποσταγματοποιών
Ασφαλώς και δικαιούται να ομιλεί ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος. Ο ίδιος επισημαίνει στο liberal.gr ότι «υπάρχει μια μεγάλη αδικία στην αγορά. Υπάρχουν δύο τάξεις αποσταγματοποιών. Οι μεν που κινούνται ανοικτά, ξεκάθαρα και επίσημα καταθέτοντας και τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και οι άλλοι που δεν πληρώνουν κανένα φόρο, παρ' ότι εισπράττουν από τους καταναλωτές. Οι άνθρωποι του ΟΟΣΑ έδωσαν στοιχεία προ ενάμιση έτους, σύμφωνα με τα οποία περί τα 17 - 19 εκατ. λίτρα τσίπουρου ετησίως διακινούνται αφορολόγητα (χύμα), δημιουργώντας αθέμιτο ανταγωνισμό. Αυτό το τσίπουρο, το παράνομο, με τις ευλογίες του κράτους πληρώνει φόρο μόλις 0,64 ευρώ ανά λίτρο. Αντιθέτως, το εμφιαλωμένο τσίπουρο πληρώνει 5,76 ευρώ το λίτρο! Μεγάλη, τεράστια, απόκλιση. Αυτό ώθησε αρκετούς στο να ριψοκινδυνεύσουν. Αν αποστάζουν 60 τόνους τσίπουρο τον χρόνο, ο φόρος που γλιτώνουν είναι 5,12 ευρώ ανά λίτρο! Δηλαδή κερδίζουν 300.000 ευρώ το χρόνο μόνο από αυτό! Αντίστοιχα, αν κάποιος αποστάζει 50 τόνους τσίπουρο το έτος, κερδίζει μόνο από το φόρο 250.000 ευρώ! Όπως καταλαβαίνετε, το κίνητρο είναι πολύ μεγάλο, από καμιά δουλειά δεν βγαίνουν εύκολα τέτοια χρήματα σε ένα χρόνο. Οφείλεις όμως να δώσεις και στο κράτος τον αναλογούντα σου φόρο. Εδώ παράγεις, εδώ κερδίζεις, πρέπει να δώσεις και τον φόρο που σου αναλογεί», σημειώνει. Όσοι αποστάζουν επίσημα, με χαρτιά και με διαφάνεια υπόκεινται σε εντελώς άνιση μεταχείριση σε σχέση με όσους παράγουν χύμα, ανεπίσημα, ιδιωτικά. Κάποτε, τονίζει ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος, υποστηρίζονταν η ιδιωτική παραγωγή, ως μια ώθηση - βοήθεια στην οικιακή οικονομία. Πλέον όμως, η έννοια ότι αυτό το προϊόν υποστηρίζει την οικιακή οικονομία, όπως ήταν το «διαβατήριο» όταν δόθηκαν οι σχετικές άδειες, έχει εκλείψει εντελώς.
Αξιολογήσεις, έλεγχοι, επαγγελματισμός
Το δεύτερο θέμα είναι η αξιολόγηση αυτού καθ' εαυτού του προϊόντος. «Αυτός που αποστάζει επίσημα δέχεται όλους τους ελέγχους του κράτους, στο ακέραιο. Από το Γενικό Αποστακτήριο του Κράτους δεχόμεθα ελέγχους ποιοτικούς, ποσοτικούς, αλλά και απόδοσης του τσίπουρου. Μόνο όταν πάρω το τελικό ok προχωράω τη διαδικασία εμφιάλωσης και τα υπόλοιπα. Στην άλλη περίπτωση, στην περίπτωση του… χύμα, δεν υπάρχει σοβαρός έλεγχος, μόνο σποραδικά γίνονται έλεγχοι. Επίσης στην επίσημη ποτοποιία - οινοποιία υπάρχουν συγκεκριμένες προδιαγραφές για την εκμετάλλευση του σταφυλιού. Στα 100 κιλά σταφύλια τόσο τσίπουρο κλπ. Στην άλλη περίπτωση χρησιμοποιούν όλη την ποσότητα του κρασιού να γίνει τσίπουρο. Πολλά είδη δεν επιτρέποντα, αλλά αρκετοί τα βάζουν, καθώς επίσης προσθέτουν ζαχαρούχες ουσίες, σταφίδα και πολλά άλλα».
Οι κίνδυνοι για την υγεία και το θέμα της ποιότητας
Ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος βάζει και το εξαιρετικά σημαντικό θέμα της υγείας. Τονίζει: «Στην επίσημη ποτοποιία – αποσταγματοποιία, επειδή γίνεται εξαιρετική επεξεργασία των σταφυλιών, στο απόσταγμα καταγράφεται η μικρότερη ποσότητα μεθανόλης, ουσία εξαιρετικά επικίνδυνη, που, αν δεν ελεγχθεί, μπορεί να φέρει τύφλωση και κύρωση του ήπατος. Προσωπικά δε θέλω κανένα μαγαζί, κανένα αποστακτήριο να κλείσει. Αλλά θέλω να παράγουμε όλοι επί ίσοις όροις. Αυτό που γίνεται εδώ και κάποια αρκετά χρόνια είναι 10 - 12 οικογένειες, στην Ελλάδα να σηκώνουμε όλο το βάρος για τον κλάδο. Αναλάβαμε ο καθένας ευθύνες τρομερές για υγεία, εφορία, για υποχρεώσεις προς το κράτος κλπ. Εισπράττουμε και αποδίδουμε φόρους, διαφημίζουμε, καλλιεργούμε κουλτούρα, βγαίνουμε μπροστά», τονίζει ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος. Δεν υπάρχει κλάδος ή επάγγελμα στην Ελλάδα που για να λειτουργήσει χρειάζονται τόσες διασφαλίσεις και πιστοποιήσεις, διαδικασίες χρονοβόρες και πολυδάπανες», σημειώνει.