Ανεξάρτητα από το αν θα «σωθεί» η χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό, παράγοντας ζωτικής σημασίας που θα κρίνει και το φετινό ρυθμό ανάπτυξης συνολικά της οικονομίας, το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου αναμένεται να αποδειχθεί η αφετηρία μιας ανοδικής τροχιάς που θα μοιάζει με… απογείωση. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν αναλυτές ξένων οίκων που παρακολουθούν τις εξελίξεις στη χώρα μας, λαμβάνοντας υπόψη τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και τα έργα που θα μπουν σε φάση υλοποίησης.
Για να φτάσουμε όμως εκεί θα πρέπει πρώτα να κυλήσει ομαλά το πρόγραμμα εμβολιασμού έτσι ώστε να χαλαρώσουν πλήρως τα μέτρα. Χθες η Capital Economics υπολόγισε σε τουλάχιστον δύο μήνες το πισωγύρισμα από ενδεχόμενο «πάγωμα» των εμβολίων της J&J και της AstraZeneca, ωστόσο η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε την επίσπευση 50 εκατ. δόσεων του εμβολίου της Pfizer. Πρόκειται για εμβόλια που θα παραδίνονταν στην Ευρώπη στο δ’ τρίμηνο του έτους και θα επιταχύνουν τους εμβολιασμούς έως τον Ιούνιο.
Τα δεδομένα λοιπόν σήμερα έχουν ως εξής για την ελληνική οικονομία: Ακόμα και στο δυσμενές σενάριο για την εξέλιξη του προγράμματος εμβολιασμού, το ΑΕΠ θα αρχίσει να… παίρνει μπροστά από τον Μάιο, θα ανεβάσει ταχύτητα τον Ιούλιο και ακόμη περισσότερο τον Σεπτέμβριο, όταν εκτιμάται ότι θα δούμε τη μεγαλύτερη χαλάρωση. Στο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου θα κριθεί η ανάπτυξη του 2021 καθώς και το πόσο χαμηλή θα είναι η βάση από την οποία θα ξεκινήσει η εκτίναξη του ελληνικού ΑΕΠ. Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα αυτά, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προχώρησε στην αναθεώρηση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη του 2021 στο 4,2% έναντι 4,8% που ανέφερε ο προϋπολογισμός.
Από κει και πέρα ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας για τη χώρα μας, καθώς αν αξιοποιηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να αλλάξει σταδιακά επίπεδο η ελληνική οικονομία. Στο πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» γίνεται λόγος για ρυθμούς ανάπτυξης που θα φτάσουν ακόμη και το 7% το 2026. Ειδικότερα εκτιμάται ότι 6,9% θα είναι ο θετικός αντίκτυπος του σχεδίου ανασυγκρότησης. Σωρευτικά, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν τα 170 έργα και θα εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα ενισχυθεί κοντά στα 220 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία, σε μία αναπτυξιακή ώθηση της τάξης του 30% που δεν έχει γνωρίσει ξανά η ελληνική οικονομία.
Βρισκόμαστε όμως στο χειρότερο σημείο της πανδημίας και είναι πολύ λογικό να φαίνονται πολύ μακρινά όλα αυτά, ενδεχομένως και ουτοπικά. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, ότι οι μεγαλύτεροι επενδυτικοί οίκοι δεν ενσωματώνουν στα σενάρια για την ελληνική οικονομία - που έχουν μέχρι στιγμής δει το φως της δημοσιότητας -υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για πάνω από 2 χρόνια. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί θέλουν πρώτα να δουν έργα και μετά να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο που θα έχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Θέλουν, με άλλα λόγια, να ξεκινήσει η υλοποίηση του προγράμματος για να δουν πόσο καλά θα αξιοποιηθούν τα κεφάλαια που θα διοχετευθούν στην εγχώρια αγορά. Διότι δυστυχώς η χώρας μας έχει καλή παράδοση στη διαχείριση πόρων.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν δε «τρέξουν» τα έργα του Ταμείου με τον επιθυμητό ρυθμό, το ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να ενισχυθεί πάνω από 10% έως το τέλος του 2022, προσθέτοντας περίπου 17 δισ. οικονομικής παραγωγής. Υπό την προϋπόθεση δε, ότι το 2022 θα είναι έτος «κανονικότητας», δεν αποκλείεται η ώθηση που θα δεχθεί η ελληνική οικονομία από την έκρηξη του τουρισμού να είναι τέτοια που δεν έχει εκτιμηθεί σωστά μέχρι στιγμής, λόγω του φαινόμενου του ελατηρίου.
Η ευκαιρία λοιπόν για την ελληνική οικονομία είναι μπροστά μας όμως τίποτα δε θα γίνει από μόνο του και γι’ αυτό δεν υπάρχει αναλυτής που να μιλάει για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να μην τονίζει τη σημασία όχι τόσο των πόρων του ταμείου ανάκαμψης αλλά κυρίως της καλύτερης δυνατής αξιοποίησής τους.