Πριν η ελληνική οικονομία προλάβει καλά καλά να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα και να αξιοποιήσει τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης αντίστοιχους του 2004 ή του 2006, έρχεται μια νέα κρίση, αυτή τη φορά ενεργειακή, να βάλει σοβαρά εμπόδια. Η ελληνική οικονομία έχει την… πρωτιά να είναι η μοναδική από τις οικονομίες της Δύσης που δεν έχει σταματήσει να βιώνει συνθήκες κρίσης εδώ και 13 χρόνια.
Από το 2008 που ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, στον απόηχο της κατάρρευσης της Lehman Brothers, το ελληνικό ΑΕΠ βρέθηκε σε μόνιμη συρρίκνωση έως το 2017, με μοναδική εξαίρεση την οριακή ανάπτυξη του 2014. Η κρίση χρέους του 2010 εξελίχθηκε σε δύο φάσεις (2010-2014 και 2015-2018) και πριν παγιωθεί η, έστω ήπια, ανάκαμψη των τελευταίων τριών ετών, ήρθε η πανδημία να αλλάξει τα δεδομένα.
Σήμερα, σε μία συγκυρία που όλα έδειχναν ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι οι καλύτερες των τελευταίων 20 ετών, η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει μία διεθνή ενεργειακή κρίση της οποίας οι επιπτώσεις όχι μόνο δεν μπορούν ακόμη να εκτιμηθούν με ακρίβεια αλλά ανεβάζουν συνεχώς το επίπεδο του συναγερμού.
Ο συνδυασμός προβλημάτων στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, υψηλού πληθωρισμού και εκτόξευσης των τιμών στην ενέργεια, αυξάνει τις πιθανότητες μιας νέας παγκόσμιας αναταραχής.
Και μόνο η τρομακτική αύξηση στα ναυτιλιακά καύσιμα είναι αρκετή να προκαλέσει αφενός ένα διεθνές ντόμινο ακρίβειας που θα πλήξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις και αφετέρου σοβαρές αναταράξεις που θα θέσουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη.
Οι τιμές του πετρελαίου είναι πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι (περίπου στα 81 δολάρια το αργό τύπου WTI, στα 83,3 το Brent) και οι αναλυτές δεν αποκλείουν να ξεπεράσουν κατά πολύ το επίπεδο των 100 δολαρίων, θυμίζοντας εποχές μεγάλων πετρελαϊκών κρίσεων.
Την ίδια ώρα, το φυσικό αέριο στην Ευρώπη διαπραγματεύεται σε επίπεδο που αντιστοιχεί σε 230 δολάρια το βαρέλι – σε όρους πετρελαίου – σύμφωνα με την αμερικανική εταιρεία μελετών, Independent Commodity Intelligence Services (ICIS). Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 130% από τις αρχές Σεπτεμβρίου και πάνω από 800% από την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη συγκυρία; Συνολικά για την Ευρώπη, αλλά ειδικότερα για τη χώρα μας, η εκτίναξη του πληθωρισμού προκαλεί μία απρόσμενη κρίση και ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι έρχεται τη στιγμή που ξεκινά μία περίοδος εκρηκτικής ανάπτυξης.
Και ενώ η Κομισιόν παρουσίασε χθες μία δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης, σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να προσφέρει ασφάλεια στα κράτη-μέλη και θεωρείται πλέον δεδομένο ότι τα νοικοκυριά θα κληθούν να σηκώσουν ακόμη μεγαλύτερα βάρη τους επόμενους μήνες.
Αν αυτή η κατάσταση παγιωθεί και ταυτόχρονα η ανάπτυξη φτάσει σε τέλμα, ο στασιμοπληθωρισμός θα χαρακτηρίσει το οικονομικό τοπίο των επόμενων ετών. Υψηλός πληθωρισμός και χαμηλή ανάπτυξη είναι ο μεγάλος κίνδυνος του δυσμενούς σεναρίου για την περίοδο 2022-23.
Δυστυχώς, εύκολη λύση δεν υπάρχει. Η Societe Generale χαρακτηρίζει πραγματικά μοναδική την ενεργειακή κρίση που βιώνει η Ευρώπη, διότι ποτέ άλλοτε οι τιμές δεν είχαν αυξηθεί τόσο πολύ, τόσο γρήγορα, ενώ βρισκόμαστε μόλις στις πρώτες εβδομάδες του φθινοπώρου και το κρύο είναι ακόμη ήπιο.
Η κρίση κινδυνεύει να γίνει παγκόσμια. Η μανία για την εξασφάλιση φυσικού αερίου οδηγεί σε άνοδο ακόμη και τις τιμές του άνθρακα και του πετρελαίου, που πολλές φορές χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα, προκαλώντας το ντόμινο. Οι συνέπειες του ντόμινο γίνονται ήδη αισθητές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ινδίας.
Η ασιατική χώρα, η οποία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον άνθρακα, ανακοίνωσε ότι 63 από τα 135 εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργούν με προμήθειες 1-2 ημερών.
Όλα αυτά κάνουν κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες και φυσικά τους επενδυτές, να ανησυχούν. Πολλοί αναλυτές, μάλιστα, προειδοποιούν πως αν συνεχιστεί η κατάσταση, η εκτίναξη του γενικού δείκτη πληθωρισμού στο 3,4% τον Σεπτέμβριο που είναι υψηλό 13 ετών, μπορεί να μοιάζει μικρή σε 1-2 μήνες…