Δύο δεδομένα καθορίζουν τον σχεδιασμό για την επόμενη ημέρα της οικονομίας πάνω στον οποίο δουλεύει πυρετωδώς η κυβέρνηση. Ένα ότι δεν υπάρχουν απεριόριστα χρήματα καθώς ήδη το μηνιαίο κόστος των παρεμβάσεων ανέρχεται στα 5 δισ ευρώ, και ένα δεύτερο ότι το πλήγμα θα είναι μεγάλο, όπως και να έχει.
Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ζητήσει σύμφωνα με τις πληροφορίες από όλους τους υπουργούς και υφυπουργους να σταματήσουν τις δηλώσεις και τις εξαγγελίες, βάζοντας τέλος στην όποια παροχολογία για επιπλέον μέτρα. Σε μια συγκυρία σαν αυτή, σχέδια που δεν εντάσσονται σε ένα συνολικότερο και επεξεργασμένο πλαίσιο, μόνο κακό κάνουν.
Ο πρωθυπουργός συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη και ότι για να φέρει λύσεις θα πρέπει να κινηθεί έξω από κουτί.
Η οικονομία χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ τις επενδύσεις, αλλά για να έρθουν αυτές άμεσα, θα χρειασθεί μέσα σε μερικές εβδομάδες να γίνουν όλες εκείνες οι μεταρρυθμίσεις, οι αλλαγές στην νομοθεσία και να ψηφιστούν οι ευέλικτες αδειοδοτικές διαδικασίες που δεν έγιναν μαζί τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κυβέρνηση καλείται να κερδίσει ένα πρωτόγνωρο στοίχημα που απαιτεί την ταχύτατη εκπόνηση στοχευμένων προγραμματων για τον τουρισμό, την βιομηχανία, την ενέργεια, την αγροτική παραγωγή και άλλους τομείς, με ποσοτικοποιημένα κονδύλια και μέσα από καινοτόμες λύσεις. Σχεδιασμός που στηρίζει πάρα πολλά και στις τράπεζες οι οποίες την επόμενη ημέρα καλούνται να δώσουν ρευστότητα στην αγορά και να να μπουν δυναμικά στην φάση του σχεδιασμού για το πως θα τονωθεί ο ιδιωτικός τομέας.
Ένα όμως είναι βέβαιο. Χρήματα από το ελικόπτερο δεν πρόκειται να έρθουν, ούτε μαγικές συνταγές και εύκολες λύσεις υπάρχουν. Το πρώτο διάστημα ήταν αναγκαίο να στηριχθεί η οικονομία για να διαφυλαχθούν όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις εργασίας με μέτρα όπως η έκτακτη ενίσχυση των 800 ευρώ σε 1,7 εκατ. εργαζόμενους, η στήριξη 800.000 επιχειρήσεων και 700.000 ελευθέρων επαγγελματιών, μέσα από κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών και αναστολή πληρωμής βεβαιωμένων οφειλών.
Η πρώτη αυτή προσπάθεια της κυβέρνησης είχε στόχο να στηρίξει στο μέγιστο βαθμό επιχειρήσεις και εργαζόμενους και γι’ αυτό έπεσαν τόσα πολλά χρήματα στην αγορά, τα οποία υπολογίζονται στα 14 δισ. ευρώ.
Ταχύτητα και πολιτικές «έξω από το κουτί»
Η δεύτερη μάχη, αυτή για την επανεκκίνηση της οικονομίας θα δοθεί με άλλους όρους, χωρίς και πάλι να υπάρχει πολυτέλεια χρόνου. Σε μια συγκυρία όπου το ΔΝΤ μιλά για ύφεση 10%, εκτίναξη ελλειμμάτων και χρέους πάνω από το 200%, η επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτεί ταχύτητα, διαφορετική προσέγγιση και πολιτικές "out of the box", δηλαδή ρηξικέλευθα μέτρα προσέλκυσης επενδύσεων, μακριά από τα παραδοσιακά μοντέλα. Τολμηρές αποφάσεις εδώ και τώρα σε πολλαπλά επίπεδα, πολλώ δε μάλλον όταν το σεντούκι με τα επιδόματα είναι πεπερασμένο.
Σήμερα το μηνιαίο κόστος στήριξης της οικονομίας, ανέρχεται σε 5 δισ. ευρώ, ενώ οι δέσμες μέτρων που έχουν ανακοινωθεί έως τον Ιούνιο αθροίζουν ένα κόστος γύρω στα 14 δισ. ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα ταμειακά διαθέσιμα. Τα χρήματα αναμένεται να αντληθούν ως τα τέλη Ιουνίου από το «μαξιλάρι» συνολικού ύψους 36-37 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 15,7 δισ. αφορούν την εγγύηση του ESM απέναντι στις αγορές και άρα δεν μπορούν να πειραχτούν. Ούτε γίνεται η κυβέρνηση να αρχίσει να «τρώει» τα διαθέσιμα των φορέων, μέρος των οποίων βρίσκεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ επιπλέον 7 δισ. είναι παρκαρισμένα σε εμπορικές τράπεζες.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η Ελλάδα βγήκε προχθές στις αγορές αντλώντας 2 δισ. μέσω του 7ετούς ομολόγου, προκειμένου να μην κάνει χρήση των παραπάνω χρημάτων. Έξοδος στις αγορές που η κυβέρνηση προτίθεται να επαναλάβει δύο και τρεις ενδεχομένως φορές μέσα στο 2020, ακόμη και με μεγαλύτερης διάρκειας εκδόσεις. Στόχος της να μην βρεθεί στη δύσκολη θέση να πάρει χρήματα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, είτε πρόκειται για τα 3,7 δισ. που αναλογούν στην Ελλάδα μετά την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup, είτε για τα «κλειδωμένα» κεφάλαια από τα ταμειακά διαθέσιμα.
Τα παραπάνω όλα αποτελούν τμήμα του σχεδίου που καταρτίζει η κυβέρνηση για την επόμενη ημέρα της οικονομίας, με ένα διπλό στόχο, όχι μόνο να βρει την σωστή συνταγή, αλλά και να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος.