Είναι πλέον σε πολλούς γνωστή η δύναμη της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα στις αγορές, όπου η ελεύθερη ροή κεφαλαίων προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, είτε προβλέψιμες κυρίως μετά από μια πολύ κακή είδηση, είτε όχι όταν υπάρχουν αντικρουόμενες εκτιμήσεις σε συγκεκριμένα γεγονότα.
Οι αγορές μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, σε οργανωτικό, τεχνολογικό, θεσμικό επίπεδο και ως γνωστόν κατηγοριοποιούνται με βάση αυτά τα κριτήρια, χωρίς να σταματά ούτε η αλληλεπίδραση, ούτε και η ροή χρήματος.
Ένας είναι όμως ο αδιαφιλονίκητος συνδετικός κρίκος, ο άνθρωπος. Επαγγελματίες, διαχειριστές κεφαλαίων, επενδυτικοί σύμβουλοι, ιδιώτες επενδυτές συνθέτουν μια τεράστια ανθρώπινη μάζα με ένα και μοναδικό σκοπό: το κέρδος.
Ο Αμερικανοεβραίος Daniel Kahneman με το βραβείο Νόμπελ στα Συμπεριφορικά Χρηματοοικονομικά το 2002 συνέβαλε τα μέγιστα ώστε το Behavioural Finance να αντιτεθεί ή και να συμπληρώσει την κλασσική Θεωρία των Αποτελεσματικών Αγορών. Αναλύοντας και μελετώντας την ανθρώπινη συμπεριφορά των εμπλεκομένων προστίθεται έτσι γνώση για την επίδραση των συναισθημάτων στη λήψη των επενδυτικών αποφάσεων.
Στις απανωτές κρίσεις που προέκυψαν τα δυο τελευταία χρόνια, (πανδημία και πολεμική σύρραξη) η μελέτη της συμπεριφοράς των επενδυτών είναι κομβικής σημασίας, καθόσον τα γεγονότα ήταν (και παραμένουν) πραγματικά ακραία με συνδυασμό ανησυχιών και αβεβαιοτήτων σχετικά και με τη χρονική διάρκεια των φαινομένων.
Το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε στην ιστορία με θέμα το χρηματιστήριο, είχε τίτλο «Η σύγχυση των συγχύσεων» (Confusion de Confusiones) από τον Joseph de La Vega και διαπραγματεύτηκε την Ιστορία του Χρηματιστηρίου του Άμστερνταμ. (1602)
Το βιβλίο αυτό, που βγήκε στο σφυρί στην online δημοπρασία του οίκου Sotheby's «Σπάνια Βιβλία και Χειρόγραφα» τον Δεκέμβριο του 2018, είχε ένα σημαντικό απόσπασμα: «Αν το έπαιρνε κανείς κατά γράμμα, δεν θα έπρεπε να μιλάει για την «ψυχολογία του χρηματιστηρίου, επειδή το χρηματιστήριο είναι ψυχολογία».
Πράγματι, σε αυτήν οφείλονται περισσότερο κατά μεγάλο ποσοστό οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες διακυμάνσεις αν και είναι επίσης αληθές ότι σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα οι τιμές καθορίζονται από τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών.
Ξεκινώντας από την αρχική πράξη, σαν δέσμευση του κάθε επενδυτή με κάποιον αντισυμβαλλόμενο, στη συνέχεια της εξέλιξης των τιμών, το άτομο καταλήγει να ενταχθεί σε ένα μεγαλύτερο περιβάλλον που δεν είναι απαραίτητο να είναι ορθολογικό. Έτσι ο επενδυτής ξεκινά να συμμετέχει σε ένα μεγαλύτερο πλήθος αποκτώντας τις πεποιθήσεις του και ταυτιζόμενος με αυτό.
Με αυτό τον τρόπο αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση με τους άλλους, ανταλλάσσουν επιχειρήματα αλλά προς την ίδια κατεύθυνση, συνήθως την αισιόδοξη, διαβάζουν τα μέσα που αναφέρονται στις επιλογές τους θετικά και συχνά αδιαφορούν για τις «αντίθετες» απόψεις καθώς αλληλοεπιβεβαιώνονται και απολαμβάνουν μια επενδυτική «ασφάλεια». Κανένας δεν αισθάνεται μόνος.
Στην περίπτωση βέβαια κατά την οποία η επιλογή αποδειχθεί λάθος, μετατρέπονται σε μακροπρόθεσμους επενδυτές προκειμένου να απομακρυνθούν συναισθηματικά από την αρχική επιλογή.
Το κατά πόσον ο παράγοντας «ψυχολογία» επηρεάζει τις τιμές, γίνεται εμφανές όταν στην αγορά μπορεί να κυριαρχούν κάποιες αρνητικές ειδήσεις ή γεγονότα, είτε εταιρικής μορφής, είτε εξωγενείς, αλλά το κοινό εκτιμώντας με αισιοδοξία το μέλλον, διακατέχεται από συναισθηματική ευφορία και πιστεύει στην παροδική επίδρασή τους. Οι ειδήσεις «καίγονται» και το ίδιο συμβαίνει και στην αντίθετη περίπτωση των αντίστοιχων θετικών.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν επηρεάζονται οι τιμές από τις ειδήσεις, αλλά από την αντίδραση των επενδυτών σε αυτές. Η συναισθηματική «δέσμευση» από τη στιγμή κατά την οποία ο επενδυτής προβαίνει σε μια χρηματιστηριακή πράξη, αρχίζει να απογειώνεται αν και σε πρώτο χρόνο και πριν από την κίνηση, φαίνεται να έχει λειτουργήσει η ορθολογική σκέψη.
Το συναίσθημα ακολουθεί τη μετοχή καθώς όταν η κίνηση της συνάδει με την επιλογή, δημιουργούνται αισθήματα, ευχαρίστησης, αισιοδοξίας, ευφορίας, ενώ στην αντίθετη περίπτωση υπερέχουν τα αισθήματα της ανησυχίας, του φόβου, της απογοήτευσης, ακόμα και της οργής.
Η μεγιστοποίηση επομένως της συναισθηματικής συμπεριφοράς, καταλήγει συχνά σε ανορθολογικές λήψεις αποφάσεων, οπότε οι κινήσεις των τιμών δεν επηρεάζονται από τις αναλύσεις εξειδικευμένων στοιχείων, ούτε βέβαια από μια σειρά ρεαλιστικών δεδομένων των εταιρειών όπως η αποτελεσματικότητα της διοίκησης, τα σχέδιά της για το μέλλον, τον κλάδο στον οποίον ανήκει και τις γενικές του επιδόσεις ή μιας σειράς αριθμοδεικτών, που αποτυπώνουν την εικόνα μιας δεδομένης εταιρείας.
Αλλά από την αντίδραση ενός πλήθους σε εξωγενείς παράγοντες, σε γεωπολιτικές εξελίξεις, στην πολιτική αστάθεια, σε απρόσμενες ειδήσεις θετικές ή αρνητικές. Η συμπεριφορά καθίσταται αγελαία.
Αυτή η συμπεριφορά λόγω της ποσοτικής της δύναμης συχνά καθοδηγεί τις τιμές χαοτικά, είτε λόγω του φόβου της μετάνοιας (fear of regret) για να μην χαθεί μια επενδυτική ευκαιρία, είτε λόγω του πανικού των επενδυτών που αποτελούν και τον κρίκο μιας αλυσιδωτής αντίδρασης σε περιπτώσεις όπως η κρίση των στεγαστικών δανείων του 2008, όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες επενδύσεων, αμοιβαία κεφάλαια και τέλος ιδιώτες επενδυτές ήθελαν να πετάξουν από πάνω τους τα σχετικά προϊόντα.
Παρόμοια συμπεριφορά, είχαμε το 2020 με το πανδημικό σοκ, αλλά και εν μέρει στην αρχή της πολεμικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Να επισημανθεί εδώ η ύπαρξη των noise traders, των επενδυτών εκείνων που αδιαφορούν για τα θεμελιώδη και εμφορούνται από υπεραντίδραση στα γεγονότα οδηγώντας τις μετοχές σε ιδιαίτερα αποκλίνουσες τιμές.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ορθολογικός επενδυτής βολιδοσκοπεί το σημείο κατά το οποίο, εφόσον η συντριπτική πλειοψηφία των εμπλεκομένων ακολουθεί την κυρίαρχη τάση, απομένουν πλέον λίγοι να την διαιωνίσουν. Είναι η αρχή του τέλους της τάσης και το ξεκίνημα ενός επόμενου κύκλου.