Η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση, που οφείλεται αφ' ενός στον πιεστικό και μη πειστικό στόχο της πράσινης μετάβασης και αφ' ετέρου στην εκβιαστική ρωσική ενεργειακή πολιτική, έχει έρθει για να μείνει. Και είναι κάτι που θα αναστατώσει, όχι μόνο τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σαν καταναλωτές, αλλά και την ίδια την καρδιά του ενεργειακού οικοσυστήματος, που είναι οι εταιρείες παραγωγής ενέργειας. Έτσι παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες να ξανανοίγει ο διάλογος για το μέλλον και την προοπτική των πυρηνικών αντιδραστήρων, τα νέα όρια των ρύπων από τη χρήση φυσικού αερίου ανά κιλοβατώρα και άλλα σχετικά θέματα.
Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αποφασίζει τις επενδύσεις στις οποίες θα δώσει την πράσινη ετικέτα, το λεγόμενο «green label», που είναι πλέον απαραίτητο για να χαρακτηριστεί ένα ομολογιακό δάνειο σαν πράσινο ή μια τραπεζική χρηματοδότηση να πάρει το ΟΚ. Προκαλώντας με αυτό τον τρόπο μια επιπλέον στρέβλωση στο σύστημα.
Έτσι βλέπουμε ότι μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, για να θεωρηθεί «πράσινη σε μεταβατική φάση» θα πρέπει οι εκπομπές των ρύπων CO2 να περιορίζονται κάτω από τα 270gr/kWh. Ωστόσο, οι εν λειτουργία ευρωπαϊκές μονάδες έχουν εκπομπές CO2 στα 380gr/kWh και οι υπό κατασκευή μονάδες μεταξύ των οποίων και αυτές της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, της ΔΕΗ, της Mytilineos, της Elpedison, της Motor Oil καθώς και του ομίλου Κοπελούζου, υπολογίζεται ότι θα εκπέμπουν από 320-330gr/kWh. Και ασφαλώς αντιλαμβανόμαστε τι θα σημάνει αυτό για το εγχώριο ενεργειακό ισοζύγιο.
Η ενεργειακή κρίση, έχει επιφέρει όμως μεγάλα κτυπήματα και στη βιωσιμότητα ενός ικανού αριθμού ενεργειακών εταιρειών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, περισσότερες από 25 μικρές και μικρομεσαίες ενεργειακές εταιρείες πτώχευσαν μέσα στο Q4 του 2021. Ο γερμανικός ενεργειακός κολοσσός RWE AG, σύμφωνα με την ενεργειακή ιστοσελίδα texasnewstoday, ανακοίνωσε, ότι έχει πληγεί από τη μεταβλητότητα των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και ότι θα πρέπει να αναζητήσει χρηματοδοτικές πηγές, ώστε να καλύψει τις επείγουσες ταμειακές του ανάγκες.
Σημαντικά προβλήματα επιβίωσης γνωρίζει και ο ενεργειακός γερμανικός γίγαντας Uniper. H Uniper προέκυψε από spin off του κλάδου ορυκτών καυσίμων της E.ON. Σήμερα η εταιρεία ανήκει κατά 75% στον φινλανδικό όμιλο Fortum Oyj. H Uniper, είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, έχει κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από 85 δισεκατομμύρια ευρώ, έχει πάνω από 26 εκατομμύρια πελάτες και διαθέτει ένα παραγωγικό δυναμικό στα 35GW, που επιμερίζεται σε μονάδες φυσικού αερίου, ατομικών αντιδραστήρων, λιγνίτη, πετρελαίου, αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων
Στο ακόλουθο διάγραμμα, παρουσιάζεται η πορεία της μετοχής της Uniper (UN01), κατά τη διάρκεια του τελευταίου δωδεκαμήνου. Η τιμή της μετοχής έχει κινηθεί από τα 28,87 ευρώ μέχρι τα 42,21 ευρώ και σήμερα βρίσκεται στα 40,49 ευρώ.
Σύμφωνα με τον ερευνητικό οικονομικό δημοσιογραφικό οίκο Businesshala, η Upiter έχει προπωλήσει μέσω συμβολαίων, ηλεκτρική ενέργεια για το 2022, στην κλειστή τιμή των 49 ευρώ/MWh, την ίδια στιγμή που τα τρέχοντα συμβόλαια λήξεως Φεβρουαρίου διαπραγματεύονται στα 273 ευρώ/MWh. Δηλαδή, «γράφει ζημίες» 224 ευρώ/MWh.
Μέχρι το Q3 του 2021, η Upiter παρουσίασε ζημίες της τάξεως των 4,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη μη επιτυχή αντιστάθμιση του κινδύνου από την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου. Σαν αποτέλεσμα η εταιρεία που έχει χρηματιστηριακή αποτίμηση στα 14,8 δισ. ευρώ, προβαίνει σε έκτακτη χρηματοδότηση ύψους 11,8 δισ. ευρώ έτσι ώστε να επιλύσει το πρόβλημα της ρευστότητας της. Η χρηματοδότηση αυτή έχει δοθεί τόσο από τη μητρική εταιρεία, όσο και από το ιδιωτικό τραπεζικό γερμανικό τραπεζικό σύστημα. Η επιπλέον πιστωτική γραμμή ύψους 2 δισ. ευρώ που έχει εγκριθεί από τη Γερμανική κρατική τράπεζα KfW, δεν έχει χρησιμοποιηθεί ακόμα.
Η περίπτωση της Upiter αποδεικνύει, ότι ακόμα και οι μεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες, είναι δυνατόν να βρεθούν σε ευάλωτη θέση κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, ειδικά αν δεν έχουν προβεί σε σοβαρό hedging, δηλαδή σε αντιστάθμιση κινδύνου πάνω στο σύμπλεγμα των ενεργειακών τιμών. Προσοχή λοιπόν στους επενδυτές και στις επιλογές τους.
Ταυτόχρονα η υπόθεση της Upiter δείχνει τη σημαντικότητα της μάχης, που καλείται να δώσει η ελληνική κυβέρνηση στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, ώστε να μη διακινδυνεύσουν οι εγχώριες ενεργειακές εταιρίες. Προσοχή λοιπόν και στην κυβέρνηση και στις αποφάσεις της.