Η Άνγκελα Μέρκελ δεν δείχνει να χάνει μέχρι στιγμής τον ύπνο της, εξαιτίας της συνεχιζόμενης ανόδου του κοινού νομίσματος έναντι του δολαρίου (12% από τα χαμηλά του Μαρτίου) και προτιμά ένα προσωρινά ισχυρό ευρώ παρά να ανοίξουν οι… πόρτες της κολάσεως στην Ευρώπη, ήτοι της παροχής απεριόριστης ρευστότητας από την ΕΚΤ όσο δεν υπάρχει δημοσιονομική ένωση. Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη χθεσινή εμφάνιση της Κριστίν Λαγκάρντ - «απογοητευτική» για όσους πίστευαν ότι θα επέλεγε ρητορική που θα οδηγούσε σε πτώση το ευρώ.
«Ανησυχούμε για την άνοδο του ευρώ, αλλά όχι τόσο που να επιβάλλεται να αναλάβουμε δράση» ήταν το μήνυμα της Λαγκάρντ που οδήγησε το ευρώ πάνω από τα 1,19 δολάρια.
Παρά το γεγονός ότι το τέλος της πανδημίας δεν είναι ορατό και ο «λογαριασμός» για την οικονομία της Ευρωζώνης είναι ακόμα πολύ δύσκολο να υπολογιστεί, κανείς αναλυτής που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν περίμενε να ανακοινώσει η Λαγκάρντ κάποιο νέο μέτρο κατά τη χθεσινή συνέντευξη τύπου. Ο λόγος γνωστός. Η Γερμανία έχει βάλει φρένο στις όποιες σκέψεις για νέες «παροχές» από πλευράς ΕΚΤ, κάτι που είχε προμηνύσει με πρόσφατες δηλώσεις του ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, Γενς Βάιντμαν.
Τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ για τη στήριξη της οικονομίας πρέπει να είναι προσωρινά και να αποσυρθούν όταν η κρίση περάσει, είχε δηλώσει την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής της Bundesbank, τραβώντας τις κόκκινες γραμμές της Γερμανίας.
Όμως γιατί η Γερμανία αντιτίθεται σε πιθανή ενίσχυση των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης την ώρα που το ευρώ συνεχίζει την ξέφρενη ανοδική πορεία του έναντι του δολαρίου; Δεν θα ήταν εύλογο να προτιμά την αποδυνάμωση του ευρώ για να τονωθούν οι εξαγωγές; Ας δούμε τι κάνει το «ακριβότερο» ευρώ: Οδηγεί σε πτώση τον πληθωρισμό καθώς μειώνεται το κόστος των εισαγωγών και παράλληλα καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τον Ιανουάριο του 2018 όταν το ευρώ κάλπαζε και πάλι έναντι του αμερικανικού νομίσματος φτάνοντας έως το επίπεδο των 1,24 δολαρίων. Τότε ο Μάριο Ντράγκι είχε χαρακτηρίσει τη μεταβλητότητα στην ισοτιμία του ευρώ ως «πηγή αβεβαιότητας» η οποία χρήζει παρακολούθησης. Πάντως, ούτε ο Ιταλός είχε… τολμήσει να συμπεριλάβει την πορεία του ευρώ στις «δουλειές» της ΕΚΤ, επομένως είναι ουτοπικό να περιμένουμε κάτι τέτοιο από τη Λαγκάρντ.
Η βασική αποστολή της ΕΚΤ – την οποία επανέλαβε αρκετές φορές χθες η Λαγκάρντ - είναι η διαφύλαξη της σταθερότητας των τιμών, ένας στόχος που έχει χρόνια να επιτευχθεί αλλά αυτή είναι μία άλλη συζήτηση. Από τη στιγμή, λοιπόν, που το ισχυρό ευρώ δυσκολεύει την άνοδο του πληθωρισμού, θα έπρεπε να ενδιαφέρει την ΕΚΤ και να της… επιτρέπει να ενεργήσει αναλόγως.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ εκτίμησε ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε αρνητικό έδαφος για το υπόλοιπο του έτους και θα επιστρέψει σε θετικές τιμές κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές του 2021. Είπε, επίσης, ότι δεν πιστεύει πως η Ευρώπη κινδυνεύει στην παρούσα φάση από αποπληθωρισμό, από μία παρατεταμένη δηλαδή περίοδο αρνητικού πληθωρισμού.
Υπάρχει και κάτι ακόμη. Το ευρώ δεν είναι ιδιαίτερα ακριβό αν συγκριθούν τα τρέχοντα επίπεδα με την πορεία του σε βάθος χρόνου. Όπως επισημαίνει η Capital Economics σε χθεσινή της ανάλυση, στα 1,18 δολάρια το ευρώ βρίσκεται ελαφρώς χαμηλότερα από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο των 1,20 δολαρίων που αφορά την πορεία του από τη γέννησή του έως σήμερα. Το χαμηλότερο σημείο που έχει φτάσει είναι στα 0,85 δολάρια στα τέλη του 2000 και το υψηλότερο στα 1,60 δολάρια τον Απρίλιο του 2018.
Για να το θέσουμε αλλιώς, στην ουσία αυτό που βλέπουμε στην αγορά συναλλάγματος είναι ότι το δολάριο αποδυναμώνεται παρά ισχυροποιείται το ευρώ. Η γερμανική κυβέρνηση, λοιπόν, εκτιμά ότι η πρόσφατη άνοδος του ευρώ δεν αποτελεί κάποια φοβερή εξέλιξη που απειλεί πραγματικά την ευρωπαϊκή οικονομία. Όποιος κι αν είναι ο αντίκτυπος στον πληθωρισμό θα είναι περιορισμένος και βραχύβιος, υποστηρίζουν οι Γερμανοί.
Σε τεχνικό επίπεδο, ο αντίκτυπος αυτός δεν θεωρείται ικανός να επηρεάσει τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό του 2022 που είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες για την κατάρτιση της νομισματικής πολιτικής. Παράλληλα, η άνοδος του ευρώ δεν χτυπάει ακόμη καμπανάκια για τις γερμανικές εξαγωγές, και ουσιαστικά αυτό θα ισχύει για όσο διαρκεί η πανδημία.
Σε πολιτικό επίπεδο, με τα 1,35 τρισ. ευρώ του QE Πανδημίας και τα 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, η Γερμανία πιστεύει ότι έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις κόκκινες γραμμές του παρελθόντος και σε καμία περίπτωση δεν θέλει να δει την ΕΚΤ να υπόσχεται φθηνό χρήμα… για πάντα, όπως κάνει η Fed. Η εξέλιξη της πανδημίας είναι αυτή που μπορεί να «λυγίσει» ξανά τις κόκκινες γραμμές των Γερμανών.