Μία ακόμα… ταραγμένη εβδομάδα έφτασε στο τέλος της για τα παγκόσμια χρηματιστήρια με τους S&P 500 και Nasdaq να δείχνουν διάθεση αντίδρασης στις συναλλαγές της Παρασκευής, σημειώνοντας κέρδη 2,13% και 2,61%. Οι αναταράξεις των τελευταίων τριών εβδομάδων σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τα μπρος-πίσω του Ντόναλντ Τραμπ στο ζήτημα των δασμών και τις επιπτώσεις που θα έχει για την παγκόσμια οικονομία ένας εκτεταμένος εμπορικός πόλεμος.
Το κλίμα που επικρατεί στις αγορές αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό τόσο στο γεγονός ότι ο Nasdaq παραμένει σε περιβάλλον διόρθωσης και ότι ο Dow κατέγραψε τη χειρότερη εβδομάδα από το 2023, όσο και στο νέο ράλι του χρυσού. Το πολύτιμο μέταλλο έσπασε το φράγμα των 3.000 δολαρίων για πρώτη φορά στα χρονικά, με ώθηση από την παγκόσμια αβεβαιότητα για μία σειρά ζητημάτων που σχετίζονται σχεδόν με τα πάντα, από την οικονομία έως τις γεωπολιτικές ισορροπίες.
Είναι η πρώτη φορά που το μεγάλο ράλι που πυροδότησε η μανία για την Τεχνητή Νοημοσύνη κινδυνεύει να εξελιχθεί σε «μεγάλη διόρθωση». Μετά το sell-off της περασμένης Πέμπτης οι απώλειες του S&P 500 ξεπέρασαν το 10% από το ιστορικό υψηλό της 19ης Φεβρουαρίου, ενώ ο Nasdaq έφτασε έως το -14,4%. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές Ιανουαρίου η JPMorgan είχε αναφερθεί στον κίνδυνο αντιστροφής του κλίματος με φόντο την ατζέντα Τραμπ. Η αμερικανική τράπεζα, μάλιστα, προειδοποιούσε για διόρθωση της τάξης του 10%-15% κάποια στιγμή μέσα στο 2025 εξαιτίας των επιπτώσεων είτε των δασμών είτε κάποιας άλλης ανατροπής που θα φέρουν οι αποφάσεις του Αμερικανού προέδρου.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το θολό τοπίο σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της Fed και της ΕΚΤ, έχουμε την πλήρη εικόνα για το πώς γύρισε το κλίμα και ανακόπηκε – προσωρινά ή όχι - το εντυπωσιακό ράλι των τελευταίων ετών.
Ο Τζερόμ Πάουελ αναμένεται να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια την ερχόμενη Τετάρτη και ενώ οι αγορές προεξοφλούν δύο ή τρεις μειώσεις επιτοκίων φέτος από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αυξάνεται συνεχώς η πιθανότητα να παραμείνουν αμετάβλητα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025. Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση που ο Πάουελ έχει στην κατοχή του περισσότερα στοιχεία που θα υποδηλώνουν ότι ο πόλεμος των δασμών οδηγεί στην αναθέρμανση του πληθωριστικού φαινομένου. Και όταν η Fed πατάει «pause» οι αγορές αντιδρούν αρνητικά…
Την ίδια ώρα, η αμερικανική οικονομία στέλνει σινιάλα εξασθένησης και αυτός είναι ένας παράγοντας που μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο στη συνέχεια και για τα επιτόκια της Fed. Τους τελευταίους μήνες οι αναλυτές συνηθίζουν να αναφέρονται στην ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας για να δικαιολογήσουν το καλό κλίμα στις αγορές και τα αναρίθμητα διαδοχικά ιστορικά υψηλά των χρηματιστηριακών δεικτών. Όμως ακόμα και αυτό το… οχυρό δείχνει να πέφτει. Το κρεσέντο των δασμών από τον Τραμπ και η αβεβαιότητα που το συνοδεύει έχουν επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην ψυχολογία των Αμερικανών καταναλωτών. Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ υποχώρησε σε χαμηλό 29 μηνών τον Μάρτιο, στις 57,6 μονάδες, από 64,7 μονάδες τον Φεβρουάριο.
Η ακρίβεια κάνει τους Αμερικανούς λιγότερο αισιόδοξους και το κλίμα επιδεινώνεται λόγω των δασμών αλλά και με φόντο τις μεγάλες ανατροπές που φέρνει η διακυβέρνηση Τραμπ. Οι καταναλωτές δεν ανησυχούν τόσο για την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας, όσο για το μέλλον. Ο υποδείκτης που μετράει την αντίληψη των καταναλωτών για την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας υποχώρησε ελαφρώς στο 63,5 τον Μάρτιο, από 65,7 τον Φεβρουάριο. Τα στοιχεία είναι απογοητευτικά για τις προσδοκίες των καταναλωτών για τους επόμενους μήνες, με τον σχετικό δείκτη να καταρρέει στο 54,2 από 64 τον προηγούμενο μήνα, στο επίπεδο δηλαδή που βρισκόταν στα μέσα του 2022.
Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι ο μεγάλος ενθουσιασμός στον απόηχο της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ ξεθωριάζει και οι Αμερικανοί νιώθουν μεγαλύτερη ανασφάλεια για την οικονομική τους κατάσταση, σε μία συγκυρία που η συζήτηση αναφορικά με το ενδεχόμενο ύφεσης επανέρχεται στο προσκήνιο. Και όπως είναι γνωστό, σε περιόδους αβεβαιότητας οι επενδυτές εγκαταλείπουν τα assets που θεωρούνται υψηλότερου ρίσκου όπως οι μετοχές και ακόμα περισσότερο τα κρυπτονομίσματα (στο -23% το bitcoin από το ιστορικό του υψηλό), ενώ καταφεύγουν για προστασία σε καταφύγια όπως ο χρυσός.