Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Μέσα σε λίγες εβδομάδες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βλέπει διαφορετικά τα δημοσιονομικά μεγέθη για την Ελλάδα. Στην έκθεση που δημοσιοποίησε προβλέπει ανάπτυξη 2,3% για το τρέχον έτος από 2,2% που προέβλεπε στο World Economic Outlook, διατηρώντας ωστόσο την απαισιοδοξία του για τα επόμενα έτη. Ωστόσο διατηρεί τις εμμονές του τόσο για τα πρωτογενή πλεονάσματα για τα οποία συνεχώς αποτυγχάνει στις προβλέψεις του όσο και για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκτιμήσεις του Ταμείου για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Όπως προαναφέρθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες καταγράφεται μία μαγική εικόνα. Αρχικά το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι το 2019 το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 3,3% του ΑΕΠ ξαφνικά υποστηρίζει ότι αυτό θα διαμορφωθεί στο 3,7% του ΑΕΠ. Βελτιωμένες είναι και οι εκτιμήσεις για το 2020 αν και κάτω από τον στόχο του 3,5%.
Σύμφωνα με την έκθεση το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι βελτιωμένο κατά 1 δισ. ευρώ περίπου και θα διαμορφωθεί στο 3,1% του ΑΕΠ από 2,6% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση. Ειδικά για το 2020 το Ταμείο υποστηρίζει ότι κάποια από τα αντίμετρα των ελαφρύνσεων είναι ανεπαρκή ή αβέβαιης αποτελεσματικότητας.
Αναφορικά με το χρέος το Ταμείο επιμένει ότι η βιωσιμότητα του Χρέους μακροπρόθεσμα δεν είναι διασφαλισμένη, υπό ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές. Πάντως το Ταμείο συνεχίζει να ζητάει από την κυβέρνηση τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και των συντάξεων προκειμένου να διευρυνθεί η φορολογική βάση
Οι εκτιμήσεις και οι παρατηρήσεις
- Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα (+ 10 ποσοστιαίες μονάδες) σε σχέση με τις εκτιμήσεις του περασμένου Μαρτίου, λόγω των χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της τάσης των πλεονασμάτων την περίοδο 2019- 2025, απορροφώντας τα οφέλη από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης. Το Ταμείο επιμένει ότι η βιωσιμότητα του Χρέους μακροπρόθεσμα δεν είναι διασφαλισμένη, υπό ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές. Σε ένα συνδυασμό αρνητικών εξελίξεων (χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερα επιτόκια), το Χρέος θα φτάσει στο 221% του ΑΕΠ το 2024
- Ανάκαμψη της οικονομίας ήταν απογοητευτική. Η αναστροφή πολιτικών τον προηγούμενο χρόνο (αφορολόγητο, συντάξεις, εργασιακά) «φρενάρουν» τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ανάπτυξης. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να ξεπεράσει τα οργανωμένα συμφέροντα. Οι Ελληνικές Αρχές χαρακτήρισαν απαισιόδοξες τις εκτιμήσεις του Ταμείου, υποστηρίζοντας ότι το πλέγμα των μεταρρυθμίσεων θα ωθήσει το ΑΕΠ
- Οι Ελληνικές Αρχές ενεργοποίησαν προεκλογικά ένα πακέτο επεκτατικών μέτρων 0,8% του ΑΕΠ, που διάβρωσε τις προηγούμενες προσπάθειες στο πεδίο του ΦΠΑ και των συντάξεων. Πέρα από την κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου και των συντάξεων, το Ταμείο εστιάζει στη μείωση του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα
- Πρέπει να βελτιωθεί το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με μεγαλύτερη έμφαση στις επενδύσεις και στις κοινωνικές δαπάνες. Συμφωνία με Ευρωπαίους για χαμηλότερα πλεονάσματα θα δημιουργήσει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για αναπτυξιακές και κοινωνικές πολιτικές. Θα βοηθήσει ο καλύτερος προγραμματισμός για τα δημοσιονομικά ρίσκα, μαζί με ένα μηχανισμό για προσωρινές αποκλίσεις από τους στόχους στην περίπτωση shocks
- Οι μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος είναι ευπρόσδεκτες αλλά θα έπρεπε να συνδυαστούν με διεύρυνση της φορολογικής βάσης- μείωση του αφορολογήτου
- Το σχέδιο για ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών μπορεί να βοηθήσει στην εισπραξιμότητα του ΦΠΑ, αλλά μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους σε θέματα κατανάλωσης των πολιτών με χαμηλά εισοδήματα
- Το Ταμείο επιμένει ότι η ευθυγράμμιση των παλιών συντάξεων με το νέο τρόπο υπολογισμού, δηλαδή η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες
- Το Ταμείο επιμένει στην ύπαρξη υποκατώτατου μισθού για τους νέους, έτσι ώστε να ενισχυθεί η απασχόληση σε αυτές τις ηλικίες
Σκληρή απάντηση της Ελλάδας στο ΔΝΤ
Η ελληνική πλευρά μέσω του εκπροσώπου στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου και της επιστολής του δίνει μία σκληρή απάντηση αναφέροντας ότι η έκθεση του Ταμείου δίνει έμφαση υπερβολικά πολύ στο παρελθόν και σε προκλήσεις και υποτιμά τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις προοπτικές - τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μεσοπρόθεσμες - της Ελληνικής οικονομίας.
Όπως επισημαίνεται είναι σαφές ότι οι ελληνικές αρχές υποεκτιμούν ότι οι οικονομικές προοπτικές της χώρας μας είναι πολύ πιο ευνοϊκές από ότι περιγράφονται στην έκθεση του ΔΝΤ.
Καλείται μάλιστα το Ταμείο στις επόμενες εκθέσεις του να προχωρεί σε πολύ πιο ισόρροπη αποτίμηση και να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον.
Μάλιστα σημειώνει ότι αρκετές περιγραφές είναι ανακριβείς και δεν συνιστούν μια ισορροπημένη εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα κατά την εποχή του προγράμματος.
Η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι η κυβέρνηση "έχει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και έχει εκλεγεί με εντολή να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου υπάρχει ισχυρή κοινωνική συναίνεση".
Η κυβέρνηση επίσης υποστηρίζει ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από το ΔΝΤ "είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την εντονότατη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ειδικότερα τους τελευταίους τρεις μήνες". Το ΔΝΤ εκτιμά ότι από το 2,8% θα υποχωρήσει μόνο στο 2,4% το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου σε μακροχρόνια βάση...
Και καταλήγει σημειώνοντας ότι "παρά τα πλεονεκτήματά της, η έκθεση δίνει υπερβολικά μεγάλο βάρος στο παρελθόν και στις προκλήσεις και υποτιμά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις που βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Συνολικά, αναφέρεται ότι "σύμφωνα με την εκτίμηση των ελληνικών αρχών, που επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις στην αγορά, οι ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι πολύ πιο ευνοϊκές από αυτές που παρουσιάζονται στην Έκθεση".