Όσοι είχαμε την τύχη να χαρούμε στα γήπεδα τον Μίμη Δομάζο, τώρα πια με την απόσταση του χρόνου να έχει μαλακώσει τον οπαδικό φανατισμό, μπορούμε άφοβα να πούμε πως τον τίτλο του στρατηγού τον κατέκτησε επάξια.
Και για εμάς τους Παναθηναϊκούς από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, δεν ήταν μόνον ο στρατηγός. Ήταν πολύ παραπάνω. Διότι ο στρατηγός σχεδιάζει επιτελικά τις κινήσεις των στρατιωτών του, έχει μελετήσει τον αντίπαλο, γνωρίζει τις αδυναμίες του και πώς θα τις εκμεταλλευθεί και το κυριότερο αυτοσχεδιάζει κατά τη διάρκεια του αγώνα ανάλογα με την εξέλιξή του. Ο Μίμης Δομάζος τα είχε όλα αυτά συν ένα βασικό προσόν: Πάντα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Δεν τον θυμάμαι να έχει υστερήσει ή να έχει «κρυφτεί» ούτε σε ένα ντέρμπι ούτε σε ένα κρίσιμο παιχνίδι, όπως συνέβαινε με πολλούς μεγάλους ποδοσφαιριστές. Είχαν άφθονο ταλέντο, δεν είχαν ψυχή. Στα δύσκολα εξαφανιζόταν. Ο στρατηγός ήταν πάντα μπροστά. Και όταν η ομάδα «σερνόταν», αυτός την έπαιρνε στους ώμους του και την κουβαλούσε. Αυτό το πάθος, αυτή η κατάθεση της ψυχής του, εκτός από στρατηγό τον έκανε και Ηγέτη.
Θυμάμαι ένα παιχνίδι με τον «αιώνιο» στο στάδιο Καραϊσκάκη, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '70. Η ομάδα δεν έπαιζε καλά, ο αντίπαλος προηγείτο και ο στρατηγός, πάνω από 30 ετών, έτρεχε σαν έφηβος γιατί αυτό επέτασσε ο χαρακτήρας του. Σε εκείνο το παιχνίδι πέτυχε την ισοφάριση με το ιστορικό ανάποδο ψαλίδι που το πανηγύρισε σαν μικρό παιδί. Αυτός ήταν ο Μίμης Δομάζος. Τότε, σε εκείνες τις εποχές, οι μεγάλοι παίκτες δεν προστατεύονταν από τους διαιτητές, όπως σήμερα. Η κλωτσιά έπεφτε σύννεφο. Όσες φορές οι αντίπαλοι προπονητές επιχείρησαν να εξουδετερώσουν τον στρατηγό με «βρώμικο», ατομικό μαρκάρισμα — το γνωστό man to man — κατάλαβαν πως είχαν πέσει σε σκληρό καρύδι. ‘Ετρωγε μια κλωτσιά, έδινε δύο και εκτός έδρας.
Το 1966 διαπίστωσε πως εκείνη η ομάδα του Παναθηναϊκού είχε κάνει τον κύκλο της και στήριξε την περίφημη ανανέωση του Στέφαν Μπόμπεκ. Μπήκε νέο αίμα στην ομάδα, που αποτέλεσε τη βάση της εποποιίας του Γουέμπλεϊ. Μαζί με τον «ψηλό», τον Αντώνη Αντωνιάδη, αποτέλεσαν το πιο αποτελεσματικό ελληνικό δίδυμο. Ο στρατηγός έβρισκε με κλειστά μάτια τον «ψηλό». Σήμερα βλέπω παίκτες δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ να μην μπορούν να δώσουν μια τελική πάσα ή να υστερούν σε καθοριστικής σημασίας αγώνες. Ο στρατηγός είχε και την κοφτή πάσα των τριών μέτρων και τη μεγάλη, τη «σαραντάρα», όπως αποκαλούσαν τη μακρινή μεταβίβαση. Είχε κλειστή ντρίπλα και δυνατό σουτ. Μα πάνω απ΄όλα — όπως προανέφερα — είχε απίστευτο πάθος.
Εμείς οι Παναθηναϊκοί της εποχής εκείνης της ανεπανάληπτης, πάντα θα τον θυμούμαστε, διότι πέραν όλων των άλλων, το όνομά του συνδέεται και με τα νιάτα μας και με τις χαρές που μας προσέφερε.
Καλό ταξίδι, Στρατηγέ.