Πώς προκλήθηκε η κακοκαιρία Daniel;
Όσο η θερμοκρασία της Μεσογείου αυξάνεται, τόσο αυξάνεται και η συχνότητα εμφάνισης έντονων κυκλώνων με χαρακτηριστικά παρόμοια των τροπικών κυκλώνων, οι οποίοι ονομάζονται Medicanes (Mediterranean Hurricanes). Αν και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους περνούν πάνω από τη θάλασσα, όταν φτάσουν στις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου γίνονται πολύ καταστρεπτικοί.
Τα τελευταία 7 χρόνια καταγράφεται μια αυξητική τάση στη συχνότητα εμφάνισης αυτών, αφού πέραν του Daniel (Σεπτέμβριος 2023), κατά την τετραετία 2016 και 2020, αναπτύχθηκαν ακόμη τέσσερις ισχυροί τροπικοί κυκλώνες στην Ελλάδα, με πιο πρόσφατη την περίπτωση του Ιανού. Αρχικά είχαμε την Trixie (Οκτώβριος 2016) όπου έπληξε τις νότιες ακτές της Ελλάδας με ύψη βροχής έως 180 mm σε λιγότερο από 12 ώρες στην Κρήτη. Ακολούθησε ο Ζήνων ή Numa (Νοέμβριος 2017) με υπερβολικές βροχοπτώσεις, σοβαρές πλημμύρες και κατολισθήσεις κυρίως στη Δυτική Ελλάδα και ο Ζορμπάς (Σεπτέμβριος 2018), ο οποίος χαρακτηρίζεται ως μια από τις πιο δαπανηρές καταστροφές που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες την τελευταία δεκαετία, με Ελλάδας με ύψη βροχής έως 506 mm σε 48 ώρες και σοβαρές πλημμύρες στην κεντρική Ελλάδα.
Το Σεπτέμβριο 2020 ο κυκλώνας Ιανός έπληξε τα Ιόνια Νησιά και την κεντρική Ελλάδα, με απολογισμό τέσσερα θύματα και εκτεταμένες ζημιές σε υποδομές. Το συνολικό ύψος βροχής σε 48 ώρες (17 και 18 Σεπτεμβρίου) έφτασε τα 769mm στην Κεφαλλονιά, τα 250 mm στη Ζάκυνθο, ενώ σημειώθηκαν 1.400 κατολισθήσεις σε διάστημα δύο ημερών. Με βάση τα παραπάνω, ο «Ιανός» χαρακτηρίστηκε μεταξύ των ισχυρότερων Μεσογειακών κυκλώνων που παρατηρήθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια.
Τέτοια ακραία φαινόμενα τείνουν να συμβαίνουν όλο και συχνότερα και επομένως απαιτείται εγρήγορση και μέτρα προστασίας για την ανθρώπινη ζωή και για τις υποδομές. Οι προβλέψεις είναι αρκετά δυσοίωνες αφού αναμένονται μεγαλύτερης κλίμακας καταστροφές σε συχνότερο διάστημα και συνδυασμό υδρομετεωρολογικών και γεωδυναμικών κινδύνων, οι οποίοι απαιτούν νέες προσεγγίσεις στα επιχειρησιακά σχέδια της Πολιτικής Προστασίας.
Έχει ιστορικότητα η Θεσσαλία σε εμφάνιση πλημμυρών;
Η περιοχή της Θεσσαλίας έχει πλούσιο ιστορικό πλημμυρικά φαινόμενα. Υπάρχουν καταγραφές για πλημμύρες από το 1811 και 1883 στη Λάρισα, εν συνεχεία στην Καρδίτσα το 1994 και στο Βόλο το 1955 με 27 θύματα, το 2006 και το 2009 με 3 θύματα. Το γεγονός της μεγάλης συχνότητας εμφάνισης πλημμυρών αυτό οφείλεται στο γεγονός πως ο Θεσσαλικός κάμπος βρίσκεται στο πιο χαμηλό τμήμα του Πηνειού ποταμού και δημιουργήθηκε από διαδοχικές πλημμύρες οι οποίες συμπαρέσυραν λεπτόκοκκο υλικό, με αποτέλεσμα τα εδάφη αυτά να είναι γόνιμα και να καθίστανται κατάλληλα για καλλιέργεια.
Με απλά λόγια μιλάμε για το μεγαλύτερο πλημμυρικό πεδίο της χώρας. Κατά την κατάρτιση των πλημμυρικών χαρτών για κάθε υδατικό διαμέρισμα, εξετάζονται σενάρια πλημμύρας με βάση τη μεταβολή του τύπου συνθηκών εδάφους της λεκάνης απορροής για διαφορετικές περιόδους επαναφοράς (συνήθως για 10 ή 50 έτη, 100, 500, 1000) προκειμένου να ζωνοποιηθούν οι περιοχές δυνητικά υψηλού πλημμυρικού κινδύνου.
Η ραγδαιότητα και η σφοδρότητα του «Daniel» μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή, από το γεγονός ότι για το Υδατικό Διαμέρισμα της Θεσσαλίας ξεπεράστηκε το σενάριο για περίοδο επαναφοράς χιλίων (!) ετών (Τ=1000) των πλημμυρικών χαρτών της λεκάνης απορροής της περιοχής (Εικ.1). Χαρακτηριστικά, η Ζαγορά Πηλίου δέχθηκε συνολικά 1.096 mm βροχής, η Πορταριά Πηλίου 885 mm, ενώ Καρδίτσα και Βόλος δέχθηκαν από 659mm και 617 mm αντίστοιχα.
Τα συγκριτικά αθροιστικά ύψη βροχόπτωσης μεταξύ Ιανού και Daniel, σύμφωνα με το δίκτυο αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών / meteo.gr, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σφοδρότητα της πρόσφατης κακοκαιρίας ήταν 3 έως 4 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του Ιανού.
Εικ.1: Χάρτης μέγιστης πιθανής επίπτωσης πλημμύρας από ποτάμιες ροές για περίοδο επαναφοράς χιλίων ετών.
Τι γίνεται με τα αντιπλημμυρικά;
Ένα εύλογο ερώτημα που έρχεται στο μυαλό όλων μόλις σημειωθεί ένα πλημμυρικό συμβάν όπως αυτό στη Θεσσαλία, είναι ότι δεν έγιναν αντιπλημμυρικά στην πληγείσα περιοχή. Στην πραγματικότητα τα υφιστάμενα γεωτεχνικά έργα σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε τέτοιας έντασης και κλίμακας φαινόμενα, αφού δεν έχουν σχεδιαστεί για κάτι τέτοιο.
Οι διατομές των αγωγών ομβρίων δεν επαρκούν για τόσο μεγάλα ύψη βροχής και επομένως δεν μπορούν να αναλάβουν τέτοιες τιμές πλημμυρικής παροχής. Αντίστοιχα και οι γέφυρες είναι ικανές να αντέξουν τα κατακόρυφα φορτία, όχι όμως και πλάγια φορτία μαζί με τα φερτά υλικά λόγω της αυξημένης στερεοπαροχής και των φερτών υλικών που συμπαρασύρονται μαζί τους.
Οι συντελεστές ασφαλείας των γεωτεχνικών έργων προδιαγράφονται με αρκετά υψηλές τιμές, όχι όμως στο βαθμό που να μπορούν να αντέξουν τέτοια ακραία υδρομετεωρολογικά φαινόμενα. Η ακραία αυτή βροχόπτωση δεν ήταν δυνατό να αποστραγγιστεί ενώ τα όποια αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα (αναχώματα, φράγματα ανάσχεσης, διευρύνσεις της κοίτης κ.ά.) θα μπορούσαν να μετριάσουν τη σφοδρότητα της καταστροφής και τις επιπτώσεις ως ένα βαθμό, κυρίως κατά το πρώτο χρονικό διάστημα εκδήλωσης του φαινομένου.
Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκαν αστοχίες εκτεταμένης κλίμακας όπως κατάρρευση του οδικού δικτύου (δρόμοι, γέφυρες), υποσκαφή της θεμελίωσης των κτιρίων, καθολική μετατόπιση ή και κατάρρευση κτιρίων, έντονες διαβρώσεις και κατολισθήσεις. Αποτελεί πρόκληση ο επανασχεδιασμός των ανωτέρω με γνώμονα να μπορούν να ανταπεξέλθουν σε ανάλογα φαινόμενα τα οποία όλα τα στοιχεία της επιστημονικής κοινότητας δείχνουν πως θα επαναλαμβάνονται.
Τι γίνεται με την έγκαιρη προειδοποίηση;
Η αρχή λειτουργίας ενός Συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης πλημμύρας βασίζεται σε πρώτο στάδιο στην πρόγνωση της βροχόπτωσης (χρησιμοποιώντας δορυφορικά δεδομένα, μετρήσεις αισθητήρων εδάφους και μετεωρολογικών προβλέψεων) και στη συνέχεια στη μοντελοποίηση των υδρολογικών χαρακτηριστικών της υδρολογικής λεκάνης, ώστε να διαμορφωθεί το μοντέλο απορροής και τα όρια της πλημμύρας. Κάθε φορά που τα όρια αυτά υπερβαίνονται, το σύστημα έχει σχεδιαστεί να εκδίδει ειδοποίηση.
Στην πράξη, η ανάπτυξη ενός Συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα το οποίο συνοδεύεται από σημαντικές τεχνικές δυσκολίες και μικρό όγκο δεδομένων. Απαιτείται πυκνό δίκτυο μετεωρολογικών σταθμών το οποίο να λειτουργεί συνεχώς και να παρέχει αδιάλειπτα δεδομένα, ενώ δεν πρέπει να παραληφθεί και η αναγκαιότητα ύπαρξης εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού για την λήψη αποφάσεων.
Αναφορικά με το 112, είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο στη φαρέτρα της πολιτείας, σώζει ζωές και περιουσίες και αποτελεί κεκτημένο. Από την άλλη πλευρά, μη λελογισμένη και άσκοπη χρήση του επιφέρει νομικά θέματα και διαδικασίες.
Η Πολιτική Προστασία τι κάνει;
Διαπιστώνεται για ακόμη μια φορά ότι το σύστημα είναι δομημένο λάθος γιατί ανατίθενται αρμοδιότητες χωρίς να διατίθενται οι πόροι και ο απαραίτητος εξοπλισμός, ενώ ακόμη και όταν αυτό τελικά συμβεί, γίνεται είτε ετεροχρονισμένα είτε οι πόροι αυτοί δεν είναι επαρκείς. Έτσι ο εξοπλισμός αυτός καθίσταται μη χρηστικός. Απαιτείται επίσης εκσυγχρονισμός, κωδικοποίηση και απλοποίηση της σχετικής νομοθεσίας για τη Διαχείριση Κρίσεων.
Είναι σαφές πως οι Δήμοι και οι Περιφέρειες θα πρέπει να επιδιώξουν ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης των κινδύνων υιοθετώντας νέες τεχνολογίες, προκειμένου να μετριαστούν κατά το δυνατό οι επιπτώσεις στον τομέα ευθύνης τους. Αντίστοιχα, η Πολιτεία, ορθά ως όφειλε αναβάθμισε την Πολιτική Προστασία της χώρας από Γενική Γραμματεία σε Υφυπουργείο και έπειτα σε ξεχωριστό Υπουργείο με αυξημένες αρμοδιότητες και ευθύνες.
Το νεοσυσταθέν Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας οφείλει να μη μείνει μόνο στα σχέδια («Δάρδανος: πλημμύρες, «Βορέας»: χιονοπτώσεις, «Ιόλαος»: φωτιές, «Εγκέλαδος»: σεισμοί) και στα υπηρεσιακά πλαίσια αντιμετώπισης Φυσικών Καταστροφών, αλλά να αξιοποιήσει κάθε κομμάτι ερευνητικής προσπάθειας και να επενδύσει σε εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, ούτως ώστε να υπάρχει ουσιαστική συνεργασία μεταξύ επιστημονικών φορέων που θα τροφοδοτούν τους επιχειρησιακούς φορείς με νέα δεδομένα πεδίου όσο εξελίσσεται το φαινόμενο.
Αξίζει να αναφερθεί πως η 2η Έκδοση του Γενικού Σχεδίου Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών και Άμεσης/Βραχείας Διαχείρισης των Συνεπειών από την Εκδήλωση Πλημμυρικών Φαινομένων με την κωδική ονομασία «ΔΑΡΔΑΝΟΣ 2», στα πλαίσια του Γενικού Σχεδίου Πολιτικής Προστασίας με τη συνθηματική λέξη “Ξενοκράτης” αναφέρει μεταξύ άλλων: «Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει θεσμοθετημένος φορέας, εξειδικευμένος στην υδρολογία, αρμόδιος για την έκδοση επίσημης προειδοποίησης σχετικά με τον κίνδυνο πλημμύρας, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με την χρήση κατάλληλων μοντέλων προσομοίωσης υδρολογικού ισοζυγίου της λεκάνης απορροής, μετά τη λήψη της πρόγνωσης από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία για την ένταση, τη διάρκεια και τη χωρική κατανομή των βροχοπτώσεων».
Χρειάζεται αυξημένη ετοιμότητα για τις πρώτες βροχές
Τη στιγμή αυτή το έδαφος στη Θεσσαλία είναι κορεσμένο σε νερό και σε καμία περίπτωση το νερό δεν μπορεί να κατεισδύσει στον υδροφόρο ορίζοντα. Όσο πιο κορεσμένο είναι το έδαφος, τόσο μεγαλύτερη απορροή προκύπτει και αντιστρόφως, επομένως γίνεται εύκολα αντιληπτό πως με τις πρώτες βροχές, έστω και με φυσιολογικά για την εποχή ύψη βροχής, ο πλημμυρικός κίνδυνος και η τρωτότητα των περιοχών της Θεσσαλίας παραμένουν αυξημένα, αφού το έδαφος δεν μπορεί να απορροφήσει το νερό.
Ακόμη δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός από πιθανές κατολισθήσεις και συνοδά φαινόμενα όπως μεμονωμένες βραχοπτώσεις και ροές εδαφών. Στο μετακαταστροφικό στάδιο αναφορικά με την αποκατάσταση και επαναφορά των πληγεισών περιοχών θα πρέπει να εμπλακούν και οι διαδικασίες πρόληψης, δηλαδή οι παρεμβάσεις που θα λάβουν χώρα να μπορούν να ανταποκριθούν επιτυχώς σε πιθανές μελλοντικές καταστροφές σε νέα κλίμακα με μεγαλύτερη ένταση, ενώ δεν θα πρέπει να παραληφθεί η διεύρυνση των σεναρίων ακραίων συμβάντων στους φορείς σχεδιασμού.
Η επόμενη μέρα απαιτεί να δράσουμε άμεσα με νέα προσέγγιση
Η επιταχυνόμενη κλιματική κρίση επηρεάζει αναμφίβολα την προσαρμοστικότητα των αρχών και των τοπικών κοινωνιών. Πέραν της Θεσσαλίας εντοπίζονται πολλές περιοχές στη χώρα οι οποίες επίσης αναμένεται να αντιμετωπίσουν ανάλογα προβλήματα σε παρόμοιας έντασης ακραία φαινόμενα.
Η φύση από μόνη της μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε: να οδηγηθούμε σε έναν νέο πολεοδομικό σχεδιασμό αναθεωρώντας τις κατασκευαστικές προδιαγραφές στις περιοχές πλημμυρικού κινδύνου, λαμβάνοντας επιτέλους υπόψιν τις γεωλογικές μελέτες και τις χρήσεις γης, κατασκευάζοντας με τον τρόπο αυτό καινοτόμα και σύγχρονα έργα συμβατά με το φυσικό περιβάλλον, έτσι ώστε το νερό να συγκρατείται κατά το δυνατόν εκτός οικιστικού χώρου.
Παρουσιάζεται μπροστά μας μια ευκαιρία έστω και την τελευταία στιγμή να δράσουμε άμεσα, αξιοποιώντας την εμπειρία έναντι των φαινομένων αυτών την οποία τώρα αποκτούμε.
*Ο Δρ. Σπυρίδων Κροκίδης είναι Διδάκτωρ Φυσικών Καταστροφών - Γεωκινδύνων, Επιστημονικός Συνεργάτης Περιφέρειας Ιονίων Νήσων - Γραφείο Αυτοτελούς Διεύθυνσης Πολιτικής Προστασίας Π.Ε.Κέρκυρας.