Όχι, αυτό δεν είναι ένα ακόμα άρθρο για το δυστύχημα των Τεμπών. Δεν θα αναφερθώ στις ευθύνες του σταθμάρχη, των πολιτικών, των σιδηροδρομικών, των γιατρών που δίνουν άδειες ή των δημοσιογράφων. Δεν θα αναφερθώ στα πλείστα όσα δυστυχήματα έχω προσωπικά βιώσει στις ΗΠΑ, την πιο προηγμένη χώρα του κόσμου, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι «το κράτος δολοφονεί».
Δεν θα κάνω νύξη σε προ δεκαετίας τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στη Γερμανία οπού δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν από αστοχία υλικού, όταν μια ράβδος ηλεκτρικού ρεύματος ξηλώθηκε και εμβόλισε βαγόνι, σκορπώντας το θάνατο, χωρίς κανένας να ζητήσει να παραιτηθεί η κυβέρνηση…
Ως μη επαΐων, ας είμαι εγώ από τους λίγους Έλληνες που θα πουν «δεν ξέρω». Που δεν θα γίνουν σεισμολόγοι, συγκοινωνιολόγοι, γιατροί και δικηγόροι, ανάλογα με την περίσταση. Θα μιλήσουμε για κάτι πάνω στο οποίο, ως ειδικός κοινωνιολόγος, έχω άποψη. Θα αναφερθούμε σε κάτι που πονάει. Όπως όλες οι αλήθειες. Κάτι στο οποίο έχω πολλάκις αναφερθεί στο παρελθόν χωρίς, όπως φαίνεται, να συγκινήσω κανέναν. Στον ατομικό και κοινωνικό μας καθρέφτη.
Κάθε φορά που μια συμφορά χτυπάει τον δύσμοιρο αυτό τόπο, όλοι αναρωτιούνται γιατί πρέπει να πάθουμε για να μάθουμε. Γιατί πρέπει κάτι τραγικό να συμβεί για να υπάρξουν αλλαγές. Διότι έτσι λειτουργεί ο άνθρωπος από καταβολής κόσμου και έτσι λειτουργούν οι οργανωμένες κοινωνίες παγκοσμίως εδώ και αιώνες. Ειδικά στο σύγχρονο περιβάλλον, μόνο ένα σοβαρό συμβάν μπορεί να στρέψει την προσοχή σε έναν συγκεκριμένο τομέα και να οδηγήσει σε βελτιώσεις.
Είναι πρακτικά αδύνατο να γίνει αλλιώς. Η πρόληψη ως ιδέα ηχεί υπέροχα στα αυτιά μας, αλλά είναι εξαιρετικά δυσχερής ως προς την εφαρμογή της όταν μιλάμε για σύγχρονες κοινωνίες με εκατοντάδες ή και χιλιάδες πτυχές του δημοσίου και ιδιωτικού βίου που απαιτούν προσοχή.
Το πρόβλημα λοιπόν με την Ελλάδα δεν είναι ότι δεν καταφέρνει να αποτρέψει τις συμφορές. Είναι ότι δεν μαθαίνει. Περίεργο δεν είναι; Ειδικά για έναν λαό που αυτοαποκαλείται «ο εξυπνότερος λαός του κόσμου»; Όχι και τόσο. Διότι παρέα με την αδιαμφισβήτητη ευφυΐα μας, έρχεται η οξυμένη αίσθηση του ατομικού συμφέροντος. Η ανεξάντλητη επιθυμία να προστατεύσουμε αυτό που εννοούμε ως κεκτημένο συμφέρον. Να «μαρκάρουμε» την περιοχή μας. Εκεί ξεκινά να ξετυλίγεται ο μίτος της εθνικής μας παθογένειας.
Θεωρητικά είμαστε υπέρ των αλλαγών. Υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Υπέρ της ευνομίας και της ευταξίας. Υπέρ της απαρέγκλιτης εφαρμογής του Νόμου. Με έναν αστερίσκο. Όλα αυτά να αφορούν …τους άλλους. Τους άλλους που είναι διεφθαρμένοι, παράνομοι, απολίτιστοι και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Οι ψυχολόγοι αποκαλούν το φαινόμενο αυτό projection. Προβάλλουμε στον απέναντι αυτό που μας ενοχλεί στον εαυτό μας.
Ματαίως προσπαθούσε ο μεγάλος Καζαντζάκης να μας μάθει να αγαπάμε την ευθύνη. Η αγάπη προς τον εαυτό μας και τα μικροσυμφέροντά μας είναι - και φοβούμαι ότι πάντα θα είναι - μεγαλύτερη.
Τα πέτρινα χρονιά των μνημονίων τελικά μάλλον περιορισμένο αντίκτυπο είχαν ως προς την αλλαγή της νοοτροπίας μας. Περιμένουμε στη γωνία να δείξουμε κάποιον με το δάχτυλο αντί να ξεκινήσουμε με τον κακό μας εαυτό. Δεν ήταν η κακιά η ώρα αλλά η κακιά η (χ)ώρα λέει το νέο σύνθημα. Κακιά χώρα με καλούς πολίτες δεν γίνεται.
Ποιος από μας είναι άραγε διατεθειμένος να πει «η αλλαγή θα αρχίσει με μένα»; Ποιος είναι πρόθυμος να φέρει τα δικά του κακώς κείμενα στο φως, ώστε να αρχίσει από εκεί να αλλάζει η κακιά η (χ)ώρα; Ποιος από εμάς -συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος- έχει την παρρησία να πει «εγώ πρώτος κοιτάζω στον καθρέφτη, βλέπω μια εικόνα που δεν μου αρέσει και θέλω να την αλλάξω»; Ή μήπως φταίει ο… καθρέφτης;
Αδιέξοδο
Θυμήθηκα τους αφρο-Αμερικανούς ακτιβιστές στις ΗΠΑ τις δεκαετίες 50-60. Για να αλλάξουν τους ρατσιστικούς νόμους των διαχωρισμών (segregation) παρανομούσαν συνειδητά. Πήγαιναν, επί παραδείγματι, να καθίσουν σε χώρους που ήταν μόνο για λευκούς. Με μια διαφορά. Δεν πετούσαν πέτρες. Δέχονταν τη σύλληψη και έδιναν αγώνα μέσα από τις φυλακές για να αλλάξουν οι νόμοι. Αληθινοί επαναστάτες!
Πάμε στα δικά μας πάλι. Ο καθρέφτης πονάει. Γι' αυτό είναι ευκολότερο να ευθύνεται κάποιος άλλος. Αυτός ο «άλλος» είναι διαφορετικό πρόσωπο ανάλογα με τις συνθήκες. Ένας εργοδότης, ένας πολιτικός, ένας δημόσιος υπάλληλος. Αναλόγως με το ποιος είναι ο βολικός ένοχος ανά περίσταση. Προτιμότερο να είναι κάποιος με τον οποίο η κοινωνία να είναι οργισμένη εκείνη την περίοδο, ώστε να μην υπάρξει αντίσταση. Αυτός ο «άλλος» που στο πρόσωπο του συμπυκνώνονται όλα τα δεινά μας, όλες οι αβελτηρίες μας και τα συμπλέγματα μας.
Προτείνω να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι αυτοβελτίωσης. Είναι η μονή οδός για να υπάρξουν βαθιές αλλαγές. Δεν χρειάζεται αυτές οι παραδοχές να γίνουν δημοσίως. Δεν χρειάζεται δημόσιο αυτομαστίγωμα. Αρκεί να κοιτάξουμε τον καθρέφτη και την αλήθεια του κατά πρόσωπο.
Την οργή τη δοκιμάσαμε. Δεν οδηγεί κάπου. Η τοξικότητα και το ατέλειωτο βρισίδι στα social media ίσως εκτονώνουν τα καταπιασμένα ένστικτα κάποιων. Αλλά ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν παράγουν.
Η αυτοβελτίωση ξεκινά με το να αποδεχτούμε ότι όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν «σταθμάρχη». Που προσπαθεί να ανεβεί με πλάγιους τρόπους. Που τα μαθαίνει όλα στο «περίπου». Που εκμεταλλεύεται το σύστημα, το οποίο -όταν αφορά τους άλλους- το καυτηριάζει. Που θεωρείται μάγκας επειδή «τα κατάφερε».
Όλοι ανεξαιρέτως είμαστε μπολιασμένοι με την πεποίθηση ότι το ατομικό μας συμφέρον συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον και εμείς πρέπει οπωσδήποτε να το προστατεύσουμε. Με όποιο κόστος. Και τελικά με το υπέρτατο κόστος.
Δεν έχω μεγάλες προσδοκίες. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα κοιτάξουμε τον καθρέφτη. Και αν το κάνουμε, θα θεωρήσουμε ότι είναι παραμορφωτικός και θα τον σπάσουμε. Αν όμως…αν κάποια μέρα τον κοιτάξουμε κατάματα…
* Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης