Η ενίσχυση του ενεργειακού προφίλ της Ελλάδας και της ανθεκτικότητάς της έναντι εξωγενών παραγόντων είναι ο στόχος ποικίλων δράσεων που έχει αναλάβει η χώρα μας. Οι πιο σημαντικές από τις δράσεις αυτές, σύμφωνα με το Τμήμα Οικονομικών Ερευνών της Alpha Bank, είναι η στήριξη της Ελλάδας στην αύξηση δυναμικότητας των αγωγών φυσικού αερίου καθώς και η εντατικοποίηση της λειτουργίας των τερματικών σταθμών LNG στη Ρεβυθούσα και την Αλεξανδρούπολη.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Bank στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, η παγκόσμια ενεργειακή σκηνή βιώνει ραγδαίες αλλαγές, επηρεασμένη από παράγοντες όπως η κλιματική αλλαγή, οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι τεχνολογικές καινοτομίες, δυνάμεις οι οποίες αναδιαμορφώνουν την αγορά ενέργειας και επηρεάζουν τη δυναμική προσφοράς και ζήτησης, ωθώντας και επιταχύνοντας την πορεία μετάβασης προς ένα βιώσιμο και ανθεκτικό ενεργειακό υπόδειγμα.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πυροδότησε σειρά αλλαγών στο ενεργειακό τοπίο, φέρνοντας ταυτόχρονα αλματώδεις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, ιδιαίτερα του φυσικού αερίου. Οι τιμές έχουν πλέον εξομαλυνθεί σε μεγάλο βαθμό, χωρίς ωστόσο να αγγίζουν τα επίπεδά τους πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, με τις εξελίξεις στις τιμές των καυσίμων να αντανακλώνται και στον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) που περιλαμβάνει τα προϊόντα ενέργειας.
Σε ό,τι αφορά τις επιμέρους δράσεις στη χώρα μας, έχει μειωθεί σταδιακά, κατά την τελευταία δεκαετία, η χρήση του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, ενώ παράλληλα έχουν ενισχυθεί οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), έχουν περιορισθεί οι καθαρές εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικά διαθέσιμης ενέργειας της χώρας καιέχουν ήδη υλοποιηθεί αλλά και σχεδιάζονται νέα έργα υποδομών μεταφοράς φυσικού αερίου από και προς την Ελλάδα, με στόχο τη μείωση
Η Ελλάδα, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τα καύσιμα άλλων χωρών για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών και αναγνωρίζοντας τις νέες προκλήσεις, έχει υιοθετήσει στρατηγικές για την αύξηση της ενεργειακής της αυτονομίας, τη διαφοροποίηση των προμηθευτών της και του ενεργειακού της μίγματος, καθώς και για την ενίσχυση της ενεργειακής της αποδοτικότητας. Οι προσπάθειες αυτές παίζουν σημαίνοντα ρόλο ούτως ώστε η χώρα να είναι θωρακισμένη απέναντι σε μελλοντικούς κινδύνους επάρκειας του ενεργειακού της ανεφοδιασμού και της ενεργειακής της βιωσιμότητας και ασφάλειας καταλήγουν οι αναλυτές της Alpha Bank στην έρευνα.
Σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των τιμών ενέργειας, οι αναλυτές της Alpha Bank εκτιμούν ότι υπάρχει εξομάλυσνη με τη μέση τιμή αργού πετρελαίου Brent, για το πρώτο πεντάμηνο του 2024, να διαμορφώνεται στα 83,5 δολάρια / βαρέλι (81,0 δολάρια / βαρέλι το αντίστοιχο διάστημα του 2023 και 101,6 δολάρια / βαρέλι το 2022) και την τιμή TTF φυσικού αερίου σε συμβόλαια ενός μηνός στα 28,5 €/MWh (46,4 €/MWh το αντίστοιχο διάστημα του 2023 και 99,1 το 2022).
Αντίστοιχα, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για το φυσικό αέριο, κατά το πρώτο τετράμηνο του 2024, υποχώρησε σημαντικά (-48%) σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023, ενώ το πρώτο τετράμηνο του 2023 είχε αυξηθεί κατά 14%. Ο ΕνΔΤΚ για το πετρέλαιο κίνησης σημείωσε οριακή πτώση της τάξης του 1% το πρώτο τετράμηνο του 2024, έναντι του πρώτου τετραμήνου
Αναφορικά με την ενίσχυση της ενεργειακής αυτονομίας, η Ελλάδα θα στηρίξει την αύξηση της δυναμικότητας του Διαδριατικού Αγωγού Φυσικού Αερίου (TAP) αλλά και του Ελληνοβουλγαρικού Διασυνδετήριου Αγωγού (IGB), ο οποίος συνδέεται με τον TAP, προκειμένου να συμβάλει στη διαφοροποίηση των πηγών φυσικού αερίου και εξαγωγής μη ρωσικού φυσικού αερίου από και προς την Νοτιοανατολική Ευρώπη, σύμφωνα με τους στόχους που τέθηκαν στο σχέδιο REPowerEU της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα θα συμμετέχει σε έναν νέο διάδρομο φυσικού αερίου της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τον Κάθετο Διάδρομο, σε συνεργασία με την Βουλγαρία, την Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Σλοβακία, την Μολδαβία και την Ουκρανία. Τέλος, η Ελλάδα διαθέτει δύο τερματικά Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG), τα οποία μπορούν να υποδεχθούν LNG από όλο τον κόσμο, το πρώτο στη Ρεβυθούσα, που τέθηκε σε λειτουργία στα τέλη του 2019, και το δεύτερο στην Αλεξανδρούπολη (FSRU