Τη μία μετά την άλλη τις πόρτες πολλαπλών δραστηριοτήτων, όπως οι σύγχρονοι επιχειρηματικοί όμιλοι, ανοίγει η ΔΕΗ, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, που κινείται πλέον όλο και περισσότερο σαν μια μικρή πολυεθνική, έχοντας παρουσία τόσο στη Ρουμανία, όσο και τη Β. Μακεδονία.
Σε συνέχεια του «νέου κόσμου» των συνδυασμένων πωλήσεων ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών μέσα στο ίδιο κατάστημα, που άνοιξε με την εξαγορά της Κωτσόβολος, τώρα η ΔΕΗ δείχνει τις διαθέσεις της να επεκταθεί σε τουλάχιστον τρεις νέους τομείς προϊόντων και υπηρεσιών.
Την οπτική ίνα, το real estate και την παραγωγή ενέργειας μέσα από τη διαχείριση απορριμμάτων με τη συμμετοχή της σε δημόσιους διαγωνισμούς Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), παράλληλα με τα τηλεπικοινωνιακά πακέτα, τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, μέσω αυτών που προσφέρει ήδη η Κωτσόβολος.
Τις προθέσεις της νέας ΔΕΗ αποτυπώνουν οι αλλαγές που δρομολογεί στο καταστατικό της ενόψει της Γενικής Συνέλευσης της 14ης Δεκεμβρίου, μετά την ενσωμάτωση των δύο νέων θυγατρικών σε Ρουμανία και Ελλάδα (Enel Romania και Κωτσόβολος), με την επιχείρηση να λειτουργεί όλο και περισσότερο ως ένας όμιλος εταιρειών με πολυσχιδή δραστηριότητα. Την εικόνα αυτή θα περιγράφει και το νέο Business Plan, που θα παρουσιάσει ο CEO Γιώργος Στάσσης προς τους επενδυτές στο Λονδίνο (23 Ιανουαρίου).
Στις επεξηγήσεις για την επέκταση σκοπού του ομίλου ΔΕΗ που θα συζητηθεί στις 14 Δεκεμβρίου, γίνεται αναφορά στους τομείς των τηλεπικοινωνιών και υπηρεσιών πληροφορικής, αλλά και στην ίδρυση ή συμμετοχή σε εταιρείες παροχής χρηματοπιστωτικών ή επενδυτικών υπηρεσιών.
Ειδικά ο τομέας των τηλεπικοινωνιών που προστίθεται στους σκοπούς του ομίλου, δεν αφορά μόνο την ένταξη σε αυτόν της Κωτσόβολος, αλλά και την απόφαση της ΔΕΗ να ενεργοποιηθεί δυναμικά στις οπτικές ίνες, πουλώντας χωρητικότητα στην αγορά χονδρικής.
Το κείμενο ακτινογραφεί και άλλους τομείς δράσης όπου εξετάζει να επεκταθεί η ΔΕΗ, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από απορρίμματα μέσω του μοντέλου της Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), συμμετέχοντας στην ίδρυση ή στο μετοχικό κεφάλαιο Εταιρειών Ειδικού Σκοπού με το ίδιο αντικείμενο. Δηλαδή μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης που έχει αναλάβει να τρέξει το υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας και για τις οποίες εκκρεμεί σχετική μελέτη που αναμένουν οι υπηρεσίες του.
Ίσως, όμως ο τομέας που πέραν των οπτικών ινών, έχει τις μεγαλύτερες κρυμμένες υπεραξίες για τη ΔΕΗ, είναι το real estate με την ακίνητη περιουσία της, η οποία παραμένει ανεκμετάλλευτη εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες.
Κατά τις πληροφορίες η ΔΕΗ έχει πάρει την απόφαση να βάλει μπροστά το επόμενο διάστημα την αξιοποίηση εκτάσεων και παγίων που διαθέτει πανελλαδικά τόσο η ίδια, όσο και η Κωτσόβολος, είτε κατευθείαν η ίδια, είτε μέσω τρίτων.
Το χαρτοφυλάκιο ακίνητης περιουσίας που έχει στην κυριότητά της η ΔΕΗ αποτελείται από εκατοντάδες ιδιοκτησίες, σε όλη την Ελλάδα και συνίσταται σε σταθμούς παραγωγής, ορυχεία, οικόπεδα, καθώς και σε σημαντικό αριθμό κτιρίων.
Σύμφωνα με παλαιότερη αποτίμηση του χαρτοφυλακίου της σε αυτό περιλαμβάνονται οι εκτάσεις 15 σταθμών παραγωγής, 5 οικισμοί, 11 ορυχεία, 26 ακίνητα κεντρικών υπηρεσιών, 81 οικόπεδα ή γήπεδα, 6 πρώην υδροηλεκτρικοί σταθμοί, 138 γραφεία αποθήκες εγκαταστάσεις κ.λπ. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χαρτοφυλακίου αφορά ιδιοχρησιμοποιούμενα και μισθωμένα ακίνητα.
Αρκετές φορές στο παρελθόν, η επιχείρηση είχε εξαγγείλει ότι θα αξιοποιήσει την ακίνητη περιουσία της, όπως το 2019 ο πρώην πρόεδρος Μ. Παναγιωτάκης, είχε εξαγγείλει τη δημιουργία θυγατρικών στο real estate, με στόχο, όπως είχε πει να αντληθούν 150 εκατ. ευρώ εντός του 2020.
Σύμφωνα μάλιστα με τα όσα είχε τότε αναφέρει, ο πρόεδρος της ΔΕΗ, η λογιστική αξία της ακίνητης περιουσίας της εκτιμάται σε άνω του 1,1 δισ. ευρώ, ωστόσο το ερώτημα ήταν κατά πόσο αυτή έχει καταγραφεί, ποια είναι η εμπορική της αξία, και κυρίως με ποιο τρόπο θα αξιοποιηθεί.
Έτερο μεγάλο project φορά την οπτική ίνα, που η ΔΕΗ σχεδιάζει από το 2020 να «κουμπώσει» πάνω στα δίκτυα ηλεκτρισμού του ΔΕΔΔΗΕ. Ένα πλάνο που σύμφωνα με παλαιότερες πληροφορίες απαιτεί επενδύσεις 800 εκατ. ευρώ, τις οποίες η επιχείρηση, θα υλοποιεί σταδιακά, νοικιάζοντας στη συνέχεια μέρος της χωρητικότητας της οπτικής ίνας πάνω στο εναέριο δίκτυο της σε παρόχους οπτικών ινών, προκειμένου η υπηρεσία να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερα σπίτια, επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
Το πλεονέκτημα του project, συνδέεται με τις εκτιμήσεις για γρήγορη ανάπτυξη του δικτύου, καθώς η διαδικασία για τοποθέτηση εναέριας οπτικής ίνας είναι πολύ λιγότερο περίπλοκη και απαιτεί μικρότερο χρόνο και κόστος απ' ότι αν η εγκατάσταση γίνεται υπόγεια. Το μοντέλο για την ανάπτυξη της υποδομής θα μπορούσε να ακολουθήσει μεθόδους παρόμοιες με εκείνες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Ιταλία από την Enel.