Οι εγγυήσεις προέλευσης αποτελούν έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς προώθησης της χρήσης ενέργειας που παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές. Τι είναι όμως με απλά λόγια οι εγγυήσεις προέλευσης και γιατί γίνεται τόση συζήτηση γύρω από αυτές στο ενεργειακό γίγνεσθαι;
Οι εγγυήσεις προέλευσης (ή αλλιώς τα επονομαζόμενα και «πράσινα πιστοποιητικά») είναι ηλεκτρονικά πιστοποιητικά που αποδεικνύουν ότι μια μονάδα ηλεκτρικής ενέργειας (έστω μια μεγαβατώρα) έχει παραχθεί από ανανεώσιμες πηγές. Με τον τρόπο αυτό, διαβεβαιώνονται οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις ότι η προέλευση της ενέργειας που χρησιμοποιούν είναι όντως «πράσινη».
Παρότι η έννοια και η λειτουργία των εγγυήσεων προέλευσης δεν είναι κάτι καινοφανές (βλ. Οδηγία 2018/2001 και Ν. 3468/2006), το ενδιαφέρον γύρω από αυτές έχει ενταθεί τον τελευταίο καιρό. Το 2024, μάλιστα, αποτελεί πέραν πάσης αμφιβολίας χρονιά-ορόσημο, καθώς άρχισαν να πραγματοποιούνται από τον ΔΑΠΕΕΠ οι πρώτες δημοπρασίες εγγυήσεων προέλευσης στη χώρα μας. Η πρώτη δημοπρασία, τον περασμένο Ιούνιο, προσέφερε πάνω από 878.000 εγγυήσεις, ενώ η δεύτερη, τον Οκτώβριο, ξεπέρασε τις 1.040.000 εγγυήσεις. Η τρίτη δε δημοπρασία, που αισίως θα πραγματοποιηθεί από τον Διαχειριστή τον ερχόμενο Δεκέμβριο, αναμένεται να αυξήσει περαιτέρω τη δυναμική της εν λόγω αγοράς.
Πού οφείλεται όμως το ενδιαφέρον των επενδυτών και γιατί σπεύδουν να αποκτήσουν εγγυήσεις προέλευσης;
α) Καταρχάς, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν δεσμευτεί να μειώσουν το αποτύπωμα άνθρακα και να ενισχύσουν τη βιωσιμότητά τους. Για το λόγο αυτό, αναζητούν τρόπους να επιβεβαιώνουν ότι η ενέργεια που καταναλώνουν προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
β) Πέραν των δεσμεύσεων αυτών, οι επιχειρήσεις, μέσω της χρήσης πράσινης ενέργειας, ενισχύουν την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη τους (CSR – Corporate Social Responsibility). Σε έναν κόσμο όπου οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές προκλήσεις αυξάνονται συνεχώς, οι σύγχρονες επιχειρήσεις καλούνται να συμβάλλουν ουσιαστικά στην ποιότητα της ζωής των πολιτών, όχι μόνο μέσω της παροχής προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και μέσω της ενεργούς συμμετοχής τους σε κοινωνικές και περιβαλλοντικές δράσεις. Όπως επιτυχημένα έχει επισημάνει ο πατέρας του CSR Howard R. Bowen «οι επιχειρήσεις έχουν την υποχρέωση να υιοθετούν πολιτικές που ενισχύουν τις αξίες της κοινωνίας». Οι εγγυήσεις προέλευσης, λοιπόν, αποτελούν πρώτης τάξεως εργαλείο της κοινωνικής και περιβαλλοντικής αυτής «εκστρατείας» των επιχειρήσεων.
γ) Παράλληλα, η αξιοποίηση των πράσινων αυτών πιστοποιητικών στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των σκοπών της περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) των επιχειρήσεων αυξάνει ακόμη περισσότερο τη ζήτησή τους.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ωραία ακούγονται όλα αυτά, αλλά οι λοιποί καταναλωτές – πλην των επιχειρήσεων - πώς επωφελούνται; Τι κερδίζουν;
Πράγματι, οι εγγυήσεις προέλευσης σήμερα δεν εξασφαλίζουν άμεσα κάποιο οικονομικό όφελος στον οικιακό καταναλωτή (π.χ. μια έκπτωση στο τιμολόγιο ρεύματος). Όμως εδώ υπάρχει διττός αντίλογος. Καταρχάς, η χρήση πράσινης ενέργειας εξυπηρετεί το «κοινωνικό συμβόλαιο» που έχουμε υπογράψει όλοι μας. Ανεξαρτήτως των απόψεων περί απανθρακοποίησης και πράσινης μετάβασης, όλοι συμφωνούμε στο ότι πρέπει να προστατεύσουμε τον πλανήτη και το περιβάλλον. Η ερώτηση, λοιπόν, «γιατί να χρησιμοποιώ πράσινη ενέργεια αφού δεν κερδίζω άμεσα από αυτή» έχει την ίδια απάντηση με την ερώτηση «γιατί να ανακυκλώνω».
Περαιτέρω, η ολοένα αυξανόμενη οικονομική αξία των εγγυήσεων προέλευσης ενισχύει την αγορά των ΑΠΕ, ενισχύει δηλαδή τους παραγωγούς. Το οικονομικό αυτό όφελος, σε συνδυασμό με νομοθετικές πρωτοβουλίες που κάλλιστα μπορούν να ληφθούν στο μέλλον από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, είναι σε θέση να συμβάλλει στη μείωση της τιμής του ρεύματος. Ίσως, είναι νωρίς ακόμη για τέτοιες σκέψεις, αλλά καλό είναι να λειτουργούμε με ορίζοντα το μέλλον.
* Η Αναστασία Ρήγα είναι Δικηγόρος και Πρόεδρος ΔΣ του ΔΑΠΕΕΠ