Ένα πολύ ευχάριστο νέο «φέρνουν» οι ΑΠΕ από την πώληση δικαιωμάτων για τις εκπομπές ρύπων στην Ελλάδα, μέσα στα πλείστα προβλήματα που είχαν αναδείξει τελευταία. Η αυξημένη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών στη χώρα μας «βγήκε» και πάλι σε καλό. Τι μπορεί να φέρει, λοιπόν, στον ελληνικό προϋπολογισμό η πώληση των εκπομπών ρύπων; Ένα mega έσοδο που... αγγίζει τα 5 δισ. ευρώ.
Πώς προκύπτει το έσοδο
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από την ευρωπαϊκή ομάδα συμβούλων για καθαρές μεταφορές και ενέργεια, εκτιμάται ότι τα ελληνικά ταμεία μπορούν να γίνουν κατά 5 ολόκληρα δισεκατομμύρια πλουσιότερα με το έσοδο από την πώληση των δικαιωμάτων των εκπομπών ρύπων.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει αυτήν τη στιγμή στην κατοχή της 40 εκατ. τόνους—έξτρα δικαιωμάτων— εκπομπών ρύπων. Από αυτούς, μπορεί να πωλήσει ανά τόνο σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που υστερούν, σε μια αρκετά καλή τιμή. Πιο συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η χώρα μας μπορεί να πωλήσει προς 129 ευρώ ανά τόνο σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Γερμανία, χώρες δηλαδή που δεν έχουν «επιτύχει» τους πράσινους στόχους τους. Yπενθυμίζεται, ότι η Ελλάδα, ξεπέρασε τον ευρωπαϊκό στόχο του 2030 για μείωση εκπομπών αέριων ρύπων στην ΕΕ, κατά 62%, σύμφωνα και με την τελευταία έκθεση του Green Tank.
Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδας
Συνολικά, 12 είναι μέχρι στιγμής τα κράτη-μέλη, που δεν θα «πιάσουν» τους κλιματικούς στόχους τους για το 2030, σύμφωνα με τους μελετητές. Ιταλία και Γερμανία μπορεί να έχουν τα «πρωτεία» των χειρότερων επιδόσεων, αλλά άλλες δέκα ακόμη χώρες της ΕΕ είναι σε παρόμοια θέση, με τη Γαλλία να έχει το «χάλκινο» μετάλλιο στις χώρες που απέχουν πολύ ακόμη από τους στόχους αυτούς.
Έτσι, θα αναγκαστούν να «εξαγοράσουν» πιστώσεις άνθρακα με τη ζήτηση να είναι ιδιαίτερα αυξημένη, μιας και τα διαθέσιμα δικαιώματα είναι λίγα. Εδώ «έρχεται» το πλεόνασμα της Ελλάδας και οι επιπλέον 40 εκατ. τόνοι της, καθιστώντας την περιζήτητη, καθώς όσες χώρες δεν καταφέρουν να αγοράσουν πιστώσεις άνθρακα, δεν θα έχουν μόνο πρόστιμα αλλά και δικαστικές διαμάχες. Οι 12 αυτές χώρες, προκειμένου να καταφέρουν να φτάσουν τον πολυπόθητο περιβαλλοντικό στόχο της ΕΕ θα πρέπει να πληρώσουν, λοιπόν, δισεκατομμύρια. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν να εφαρμόσουν άλλες «πράσινες» πρακτικές, από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και την ανακύκλωση μέχρι την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών και γενικώς την πλήρη υιοθέτηση ενός «πράσινου» τρόπου ζωής, για να μπορέσουν να «εξαφανίσουν» τους ρύπους.
Ο χρόνος όμως δεν θα λέγαμε ότι είναι με το μέρος τους—σε 6 χρόνια δεν γίνονται και… θαύματα—κι αυτό είναι που κάνει το πλεονέκτημα της Ελλάδας ακόμη πιο ανταγωνιστικό. Βέβαια, στην «πράσινη» ζώνη της Ευρώπης, βρίσκονται και λίγες ακόμη χώρες, με την Ισπανία και την Πολωνία να είναι υπολογίσιμοι «αντίπαλοι». Το παζλ των επιπλέον πιστώσεων έρχονται, επίσης, να συμπληρώσουν η Πορτογαλία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, η Βουλγαρία και η Τσεχία. Έχουμε, λοιπόν, στο σύνολο 8 χώρες, με τις extra πιστώσεις τους να «αγγίζουν» συνολικά τα 246 εκατ., με τα 40 εξ’ αυτών, όπως προαναφέρθηκε, να ανήκουν στην Ελλάδα.
Υπολογίζοντας, τέλος, ότι τα 12 κράτη-μέλη που θα οδηγηθούν να καταβάλλουν δισεκατομμύρια στις υπόλοιπες 8, μπορούν μελλοντικά να αυξηθούν και να φτάσουν τα συνολικά 19, κάνουν την Ελλάδα ακόμη πιο πολυζήτητη. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τη μελέτη της ευρωπαϊκής ομάδας, υπάρχουν άλλες 7 ολόκληρες χώρες που κινδυνεύουν να μην επιτύχουν τους κλιματικούς στόχους τους ως το 2030.