Τα δημοσιονομικά πάνε γενικώς καλά, παρ’ ότι τα πρώτα σημάδια κάμψης στα φορολογικά έσοδα το Μάρτιο δείχνουν ότι η υπεραπόδοση των πολλών τελευταίων μηνών δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Τα τελικά ωστόσο νούμερα για το 2023 που θα ανακοινώσει σήμερα η Eurostat, λέγεται ότι θα δείχνουν πρωτογενές πλεόνασμα πέριξ του 1,7% του ΑΕΠ, δηλαδή πολύ πάνω από τον αρχικό στόχο 1,1%. Αν επαληθευτούν οι πληροφορίες, αυτό θα επιβεβαιώσει την καλή πορεία της οικονομίας, την προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία και μάλλον θα ενισχυθεί κι άλλο η καλή εικόνα που έχουν οι αγορές για την Ελλάδα.
Όλα παίζουν το ρόλο τους. Τα θετικά νέα, όπως φυσικά και τα αρνητικά, αποτυπώνονται αυτόματα στις αγορές. Αν επαληθευτεί σήμερα από την Eurostat η δημοσιονομική υπεραπόδοση του 2023, συνδυαστικά με το θετικό outlook που πήρε την Παρασκευή η ελληνική οικονομία από την S&P, θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε νέα πτώση στα spreads των ομολόγων.
Έχουμε χαμηλότερο spread κατά 45 μονάδες βάσης από την Ιταλία και υψηλότερο κατά 14,5 μονάδες από την Ισπανία, 28,7 μονάδες από την Πορτογαλία και 95,8 μονάδες από τη Γερμανία. Αυτό είχε να συμβεί από το 2007. Ένα χρόνο πριν το spread με τη Γερμανία ήταν πάνω από 200-230 μονάδες βάσης και έπεσε κατακόρυφα λόγω των αναβαθμίσεων.
Τα νέα είναι καλά, ωστόσο ο βασικός φόβος είναι το γεωπολιτικό. Η εύθραυστη ισορροπία των αγορών, το γεγονός ότι το πετρέλαιο παρ’ ότι μαζεύτηκε από τα 90 δολάρια το βαρέλι μετά την απάντηση του Ισραήλ στο Ιράν, παραμένει καρφωμένο στα 87- 88 δολάρια το βαρέλι, καθώς και η υπεραντίδραση του φυσικού αέριου που έχει αυξηθεί 20% από τις αρχές Απριλίου υπό τους φόβους για πιθανό αντίκτυπο στα κοιτάσματα της Μ. Ανατολής.
Ειδικά το φυσικό αέριο δείχνει μια αξιοσημείωτη νευρικότητα κάθε φορά που η ένταση ανεβαίνει στην περιοχή (peak 3μηνου στα 33 ευρώ/ MWh την Πέμπτη).
Το μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα είναι ότι ούτε στην Ουκρανία, ούτε τώρα στη Μ. Ανατολή διαφαίνεται να έχει σχεδιαστεί κάποιος οδικός χάρτης αποκλιμάκωσης της κρίσης.
Αντί οι υφιστάμενες εστίες να επιλύονται, αυτές όχι μόνο οξύνονται (πχ η Ρωσία ετοιμάζεται για μεγάλη επίθεση στην Ουκρανία, στη Γάζα δεν είμαστε κοντά σε εκεχειρία), αλλά σε αυτές προστίθενται νέες. Αν και αναγνωρίζονται απ' όλους ως επικίνδυνες, δεν διαφαίνεται κάποια προσπάθεια αποφασιστικής αντιμετώπισής τους, ώστε να μη παγιωθούν, όπως συνέβη με την κρίση στην Ερυθρά, που κοστίζει ήδη στην εφοδιαστική αλυσίδα και μεταφέρεται στις πλάτες των καταναλωτών.
Ο άλλος μεγάλος φόβος του οικονομικού επιτελείου είναι η ύφεση με την οποία παλεύει η Ευρώπη, η μόνιμη στασιμότητα με την οποία φλερτάρει το μπλοκ, το γεγονός ότι η ανάκαμψη δεν είναι εξασφαλισμένη.
Τα παραπάνω «κουμπώνουν» με τον επίμονο πληθωρισμό, αλλά και με την κουβέντα που άνοιξε εσχάτως στις ΗΠΑ ως προς το κατά πόσο πρέπει να μειωθούν ή να αυξηθούν τα επιτόκια. Εκεί που οι αγορές ανέμεναν την πρώτη μείωση επιτοκίων τον Μάρτιο του 2024, τώρα φοβούνται ότι το χρήμα θα παραμείνει ακριβό για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ αν συμβεί κάτι απευκταίο στο γεωπολιτικό τοπίο, ποιος θα μπορούσε να αποκλείσει να δούμε ακόμη και αυξήσεις;
Αν μπορεί κανείς να συνοψίσει τη μεγάλη εικόνα είναι ότι παγιώνεται μια κατάσταση, όπου διαδοχικοί κίνδυνοι φαίνεται να υποτιμώνται, ίσως γιατί υπάρχει ακόμη μια διάχυτη άποψη ότι η παγκόσμια οικονομία αντέχει, όπως απέδειξε τα τελευταία χρόνια πρώτα με την πανδημία και μετά με την ενεργειακή κρίση. Ανθεκτικότητα όμως που μπορεί να μην είναι απεριόριστη.
Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν είναι κακές, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί η πυκνότητα με την οποία συσσωρεύονται οι κίνδυνοι, ότι φέτος έχουμε στόχο να πετύχουμε πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ και ότι τυχόν χαμηλότερη ανάπτυξη, θα δυσκολέψει και τον στόχο.
Οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί από το 2019 και μετά, αλλά η σύγκλιση με την Ευρώπη έχει ακόμη δρόμο. Ναι, είμαστε η χώρα που μεταξύ 2019 και 2023 είχαμε σωρευτική αύξηση επενδύσεων σε σταθερές τιμές +43%, έναντι αύξησης 1%, όπως αναφέρουν σε κοινό χθεσινό τους άρθρο στην «Καθημερινή» ο επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Αλ. Πατέλης και ο Πρόεδρος του ΣΟΕ, Μ. Αργυρού, ωστόσο νέο εργοστάσιο ακόμη στην Ελλάδα δεν έχουμε δει.
Και μπορεί το 2023 να μην προήλθαν από ακίνητα οι μισές άμεσες ξένες επενδύσεις προς τη χώρα, ωστόσο και πάλι το ποσοστό 42% δεν είναι μικρό.
Έπειτα, μπορεί το 2023 να ήταν άλλη μια χρονιά δημοσιονομικής υπεραπόδοσης για την ελληνική οικονομία, αλλά το ερώτημα είναι πόσα απ’ αυτά τα έσοδα οφείλονταν σε συγκυριακά στοιχεία ή σε επαναλαμβανόμενα και φέτος. Τα φορολογικά έσοδα του 2023 αυξήθηκαν τόσο πολύ επειδή αφορούσαν τη φορολόγηση στα υπερκέρδη των επιχειρήσεων του 2022, μια χρονιά με ανάπτυξη 5,6%, που ακολούθησε την πανδημία.
Το γεωπολιτικό και η ύφεση στην Ευρώπη είναι οι λόγοι που το οικονομικό επιτελείο, μετά και την πρόσφατη αξιολόγηση της οικονομίας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, πρόκειται να αναθεωρήσει την εκτίμηση για τη φετινή ανάπτυξη στην περιοχή του 2,5% έναντι πρόβλεψης 2,9% του προϋπολογισμού.
Κανείς είναι η αλήθεια από τους εγχώριους και ξένους φορείς δεν είχε βάλει τον πήχη για την Ελλάδα σε τόσο υψηλά επίπεδα. Το Δ.Ν.Τ είχε μιλήσει για 2%, η Κομισιόν είχε προβλέψει 2,3%, όσο ακριβώς και η Τράπεζα της Ελλάδας, η Εθνική Τράπεζα 2,5% και την ίδια πρόβλεψη είχε κάνει και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Με ενδιαφέρον αναμένεται το τι θα ειπωθεί αύριο και από το ΙΟΒΕ κατά την παρουσίαση της καθιερωμένης 3μηνιαίας του έκθεσης για την ελληνική οικονομία.