Η πράσινη μετάβαση μιας οικονομίας ή μιας επιχείρησης, ειδικά αν προέρχεται από το χώρο της ενέργειας, όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι καταιγιστικές, περνά πρώτα από τον ψηφιακό της μετασχηματισμό.
Των ανακαλύψεων στις νέες τεχνολογίες, της μείωσης κόστους στις μπαταρίες, των νέων έξυπνων δικτύων, της μαζικής διείσδυσης σε ΑΠΕ, προηγείται το digitalization. Δίχως το ένα, δεν θα έχουμε ούτε το άλλο.
Κάπου εδώ υπεισέρχεται στην κουβέντα η ΔΕΗ. Η χθεσινή ανάρτηση στο linkedin του Σκοτ Τίνκλερ, κορυφαίου στελέχους της Accenture, από τις ηγέτιδες δυνάμεις παροχής ψηφιακών υπηρεσιών διεθνώς, που έχει αναλάβει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ΔΕΗ, αποτυπώνει σε νούμερα που βρίσκεται σήμερα η ελληνική επιχείρηση και κυρίως προς τα που κατευθύνεται.
Δείχνει που επενδύονται τα 400 εκατ. ευρώ ώστε να γίνει η ΔΕΗ πιο digital, τα οποία είχε ανακοινώσει από το Λονδίνο στο Capital Market’s Day, ο CEO, Γιώργος Στάσσης.
Η παραδοσιακή επιχείρηση που κάποτε δούλευε αποκλειστικά με το χαρτί, έχει μεταφέρει το τελευταίο διάστημα στο cloud, κοντά στις 170 εφαρμογές, για παράδειγμα από software που βγάζει τη μισθοδοσία μέχρι το πρόγραμμα μετακίνησης των πελατών της από το υφιστάμενο τιμολόγιο σε άλλο.
Έχει μεταφέρει τα data της σε ένα κεντρικό σύστημα αποθήκευσης δεδομένων, με 140 terabytes που αναλύονται και τα οποία παράγουν συνολικά 750 διαφορετικά reports για πολλές χρήσεις και με πολύ μεγάλες ταχύτητες. Ταυτόχρονα είναι πλέον σε θέση να διαχειρίζεται ετησίως 25.000 περιστατικά ασφάλειας.
Αυτό που έγινε κατανοητό ήταν ότι για να συνεχίσει να μεγαλώνει η επιχείρηση, έπρεπε το τμήμα Πληροφορικής της να μεταβεί από την κλασσική λειτουργία της απλής επιχειρησιακής υποστήριξης σε βασικό μοχλό του ψηφιακού της μετασχηματισμού.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι τα όσα προηγήθηκαν των παραπάνω. Εδώ και κάποιο διάστημα μπήκε στην καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης ένας Ψηφιακός Δείκτη Απόδοσης, (DPI) που καθοδηγεί τον μετασχηματισμό της. Ένας σύνθετος δείκτης που μετρά την ψηφιοποίηση διαδικασιών και συστημάτων σε όλες τις επιχειρηματικές λειτουργίες, από τις συμβατικές μονάδες παραγωγής, μέχρι τις ΑΠΕ, την εμπορία, τα καταστήματα, το πρόγραμμα των οπτικών ινών.
Τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του, ο δείκτης DPI της ΔΕΗ αυξήθηκε κατά 37%, το 2023 συνέχισε με νέα άνοδο 15% και φέτος καταγράφει ανάλογες επιδόσεις. Διόλου αυτονόητο για μια επιχείρηση με ένα σχετικά μεγάλης ηλικίας προσωπικό και παγιωμένες νοοτροπίες.
Ακόμη πιο σημαντικό. Τα μπόνους κάθε μέλους της ηγετικής ομάδας της ΔΕΗ έχουν συνδεθεί με το κατά πόσο τα τμήματά τους καταφέρνουν να ενισχύσουν τις επιδόσεις του DPI, ως κίνητρο για την όσο το δυνατόν ταχύτερη επιτάχυνση του ψηφιακού της μετασχηματισμού.
Ο Σκοτ Τίνκλερ δεν είναι κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Έχει το τίτλο του Global Utilities Lead και Senior Managing Director at Accenture, μια από τις κορυφαίες εταιρείες παροχής υπηρεσιών στους τομείς των ψηφιακών τεχνολογιών, του cloud και της ασφάλειας προς επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πρόγευση των παραπάνω είχε δώσει τον Ιανουάριο, ο Αλέξανδρος Πατεράκης, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος για τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό της ΔΕΗ, στο πλαίσιο του 1ου ΜΙΤ EmTech Europe στην Ελλάδα.
«Ένα σημαντικό μέρος της εταιρείας τρέχει πλέον αποκλειστικά στο cloud, όλες πλέον οι λειτουργίες μας αξιοποιούν κάποια μορφή τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένης της Τεχνητής Νοημοσύνης, που έχει αρχίσει να εντάσσεται σε επιμέρους διαδικασίες πιλοτικά», είχε αναφέρει τότε.
Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και το business case στις οπτικές ίνες με το πλάνο της ΔΕΗ FiberGrid να θέτει στόχο για 1,7 εκατ. συνδέσεις Fiber to the Home μέσα στους επόμενους 22 μήνες, γεγονός που μεταφράζεται σε 77.000 το μήνα. Αν σκεφτεί κανείς ότι τους τελευταίους δέκα μήνες το πλάνο «έτρεχε» με 14.000 συνδέσεις το μήνα, έχοντας βάλει οπτική ίνα σε 140.000 νοικοκυριά, μιλάμε για έξι φορές ταχύτερο ρυθμό. Μέχρι σήμερα έχειν φτάσει σε πάνω από 185.000 σπίτια στην Αττική.
Εδώ «κουμπώνει» και η τελευταία απόφαση της επιχείρησης για είσοδο στα mega data centers και η πρώτη συμφωνία του είδους με την εμιρατινη εταιρεία Damac, καθώς με όπλο την Τεχνητή Νοημοσύνη, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τη γεωγραφική της επέκταση και την αλματώδη ζήτηση, διεθνώς, για κέντρα δεδομένων.
Αυτά που κάνει ο μεγαλύτερος πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και ο τρίτος μεγαλύτερος εργοδότης είναι μια μικρογραφία όσων καλείται να πετύχει η χώρα σε αυτό το τεχνολογικό αγώνα δρόμου.
Στον τελευταίο δημοσιοποιημένο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) για το 2022, τον οποίο συντάσσει η Κομισιόν, η Ελλάδα, παρά τη πρόοδο των τελευταίων ετών, κατατάσσεται ακόμη στην 25η θέση, όπως και στη προηγούμενη έρευνα, μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ε.Ε, μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Ασφαλώς και υπάρχει ακόμη πολύ δρόμος μπροστά, όπως για παράδειγμα στη περίπτωση της ΔΕΗ, όπου η καταμέτρηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας μετριέται ακόμη χειροκίνητα από τα συνεργεία του ΔΕΔΔΗΕ. Δεκαετίες τώρα γινεται με τον ίδιο πάνω - κάτω τρόπο και θα συνεχίσει έτσι, μέχρι να δούμε τους έξυπνους μετρητές.
Ένα είναι βέβαιο. Δίχως το gigabit society, δηλαδή το όραμα για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Ευρώπης μέχρι το 2030, θα πρέπει να ξεχάσουμε την περίφημη πράσινη μετάβαση.
Τα έξυπνα ενεργειακά σπίτια και οι επιχειρήσεις, οι ηλεκτρικές συσκευές, οι φορτιστές, τα φωτοβολταϊκά, οι μονάδες αποθήκευσης, τα πάντα, χρειάζονται μεγάλες ταχύτητες σύνδεσης και απόκριση σε σχεδόν πραγματικό χρόνο για να συνεργαστούν μεταξύ τους, αλλά και με το δίκτυο.
Δεν μπορούμε να συζητάμε για ευέλικτη διαχείριση της ζήτησης ενέργειας στον οικιακό τομέα, για αποκεντρωμένη ενέργεια, που δεν θα παράγεται σε μεγάλα εργοστάσια, παρά στον ίδιο τον οικιστικό ιστό, για πόλεις που θα καλύπτουν τις ανάγκες τους σε μεγάλο βαθμό από φωτοβολταϊκά στη στέγη ή για περίσσεια ενέργεια που θα αποθηκεύεται σε οικιακές μπαταρίες, χωρίς να έχει προηγηθεί η ψηφιακή μετάβαση της χώρας.