Η παγκόσμια αγορά δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 φτάνει σήμερα τα 3 δισ. δολάρια και αναμένεται να ξεπεράσει τα 5 δισ. δολάρια στο τέλος της δεκαετίας.
Η μόνη λύση για την απανθρακοποίηση είναι αυτή. Βιομηχανίες και κυβερνήσεις σε όλο το κόσμο επενδύουν τεράστια ποσά για να κάνουν τη τεχνολογία Carbon Capture & Storage (CCS) λιγότερο δαπανηρή, πιο απλή και κυρίως πιο αποτελεσματική ώστε να δεσμεύει ακόμη μεγαλύτερους όγκους CO2, ωστόσο έως ότου αναπτυχθούν άλλες μέθοδοι, παραμένει η μόνη διαθέσιμη.
Στην Ελλάδα είμαστε λίγο μετά την αφετηρία. Έχουμε ένα μόνο κενό ταμιευτήρα υδρογονανθράκων, στον Πρίνο, όπου δρομολογείται το πρώτο project μεταφοράς και αποθήκευσης CO2 στην ευρύτερη περιοχή, το «Prinos CO2 Storage». Εφόσον όλα πάνε κατ’ ευχή, θα είναι λειτουργικό το 2026, με χωρητικότητα όμως μόνο 1 εκατ. τόνους CO2, κατά τη πρώτη φάση της επένδυσης, ύψους 400 εκατ. ευρώ.
Αλλά επειδή το ενδιαφέρον από τους emitters, δηλαδή τις ελληνικές βιομηχανίες που εκπέμπουν CO2 αυξάνεται διαρκώς και αντιστοιχεί σε 5 εκατ. τόνους το χρόνο, συζητάμε με την Αίγυπτο για τη προοπτική εξαγωγής εκεί μεγάλων όγκων. Ωστόσο, για την εξαγωγή CO2 σε τρίτες χώρες πρέπει πρώτα να συναινέσει η Κομισιόν, η οποία δεν έχει πάρει μέχρι σήμερα σαφή θέση, άρα αναμένουμε τη στάση της νέας Επιτροπής.
Η μεγάλη εικόνα γύρω από το CO2 είναι αυτή. Τα καλά νέα είναι ότι το ενδιαφέρον από τη βιομηχανία είναι τεράστιο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι πιέσεις από κλάδους, όπως το τσιμέντο και η διύλιση, όπου η παραγωγή CO2 είναι άρρηκτα δεμένη με την παραγωγική διαδικασία, μεγαλώνουν συνεχώς και η πιεστική ανάγκη για CCS projects θα δώσει αναπόδραστα και τις λύσεις.
Τέσσερις ελληνικές βιομηχανίες, ο Τιτάνας, η ΑΓΕΤ, η Motor Oil και η Helleniq Energy, έχουν μέχρι σήμερα εξασφαλίσει χρηματοδότηση, συνολικού ύψους 600 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Καινοτομίας (EU Innovation Fund) και έχουν στα σκαριά projects δέσμευσης CO2, που αθροιστικά φτάνουν τα 1,5 δισ. ευρώ. Αρκεί βέβαια να απαντηθεί και το ερώτημα πού θα το αποθηκεύουν.
Tα καλά επίσης νέα είναι ότι η ελληνική ναυτιλία φαίνεται να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη προμήθεια νέων εξειδικευμένων σκαφών μεταφοράς όλων αυτών των όγκων CO2 στα τελικά σημεία αποθήκευσης. Το έδειξε η χθεσινή εκδήλωση της DNV, του διεθνούς φήμης νορβηγικού νηογνώμονα, (στα πλαίσια των φετινών Ποσειδωνίων), όπου ο CEO της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ), Αριστοφάνης Στεφάτος, παρουσίασε τα ευρήματα μελέτης για τις πολύ μεγάλες ανάγκες σε νέα πλοία υποστήριξης.
Αν εκτός από την πρώτη φάση, γίνει και η δεύτερη φάση της επένδυσης στο Πρίνο, ύψους 500 εκατ ευρώ, τότε η χωρητικότητά του θα φτάσει στα 3 εκατ. τόνους CO2, και σύμφωνα με τη μελέτη, θα μεταφέρονται κάθε χρόνο σε αυτόν 15.000 κυβικά μέτρα υγροποιημένου CO2. Αυτό θα απαιτεί 73 δρομολόγια πλοίων το χρόνο.
Αν με τη σειρά της η ΕΕ επιτρέψει τις εξαγωγές CO2 σε χώρες εκτός του μπλοκ, τότε θα βρεθεί μια λύση για την αποθήκευση των επιπλέον 2-3 εκατ. τόνων CO2 που παράγουν οι ελληνικές βιομηχανίες.
Σε μια τέτοια περίπτωση, υπολογίζεται ότι θα απαιτούνται προς την Αίγυπτο περίπου 45 δρομολόγια πλοίων κάθε χρόνο για τη μεταφορά 22.000 κυβικών μέτρων. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και άλλοι δυνητικοί προορισμοί, όπως π.χ. η εγκατάσταση του Northern Lights στη Νορβηγία, όπου θα μπορούσαν να κατευθυνθούν 32.500 κυβικά μέτρα υγροποιημένου CO2 με 14 ταξίδια πλοίων το χρόνο.
Αυτά όλα μπορεί να είναι σενάρια και σχέδια επί χάρτου, ωστόσο δείχνουν δύο πράγματα. Το ένα αφορά τη μεγάλη ευκαιρία που διανοίγεται για την Ελλάδα να δημιουργήσει μια νέα αγορά, τη δέσμευση και αποθήκευση CO2, που σύμφωνα με τον κ. Στεφάτο, θα μπορούσε να φτάσει στα 6 δισ. ευρώ. Το δεύτερο είναι ότι αποκτούμε μια ιδέα για τα δυσθεώρητα ποσά, τις τεράστιες επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις από τα ευρωπαϊκά ταμεία που απαιτεί η νέα αυτή βιομηχανία, η οποία αποτελεί αιχμή του δόρατος της ευρωπαϊκής πολιτικής για το net zero carbon emissions έως το 2050.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι για να φτάσουμε εκεί, απαιτείται η αποθήκευση 1,190 δισεκ. τόνων CO2 ετησίως, τη στιγμή κατά την οποία το 2022 λειτουργούσαν στην Ευρώπη αποθηκευτικοί χώροι συνολικής δυναμικότητας 64 εκατ. τόνων, και το 2030, καλώς εχόντων των πραγμάτων θα έχουν φτάσει στα 203 εκατ. τόνους. Δηλαδή θα πρέπει μέσα στα επόμενα 25 χρόνια να έχουμε αυξήσει τη χωρητικότητα των αποθηκών CO2 στην ΕΕ κατά… 1.759% σε σχέση με τα τωρινά επίπεδα.
Αφήνοντας στην άκρη την κουβέντα από που θα χρηματοδοτηθούν όλ’ αυτά, στην Ελλάδα συζητάμε για τη β΄ φάση ανάπτυξης του Πρίνου, όταν ακόμη δεν έχει μπει σε τροχιά η πρώτη. Ακόμη δεν έχει κλείσει οριστικά η διαδικασία με τη γνωστοποίηση στην Κομισιόν (prenotification), ώστε να εγκριθούν ως κρατική ενίσχυση τα 150 εκατ. ευρώ που έχει λάβει ως επιδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης το project του Πρίνου.
Αφού προηγηθεί το παραπάνω, τότε τα επόμενα βήματα προβλέπουν ότι μέσα στο 2024, η Energean που τρέχει το έργο, θα πρέπει να πραγματοποιήσει δεσμευτικό market test, ώστε έως το πρώτο τρίμηνο του 2025 να έχουν υπογραφεί δεσμευτικά συμβόλαια με τις βιομηχανικές επιχειρήσεις (emitters) που θα επιλεγούν. Αφού ληφθούν οι τελικές επενδυτικές αποφάσεις και από τις δύο πλευρές, ξεκινάει το έργο, το οποίο θα πρέπει να είναι λειτουργικό μέσα στο πρώτο 3μηνο του 2026, κάτι που αποτελεί προαπαιτούμενο από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Αλλά τα παραπάνω δεν είναι τα μόνα που εκκρεμούν, τουλάχιστον στο βαθμό που περνά από το χέρι μας. Δεν έχουμε ακόμη συνάψει διμερείς διακρατικές συνεργασίες για τη μεταφορά όγκων CO2 από τη μια χώρα στην άλλη, δηλαδή συμφωνίες για τη μεταφορά ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα π.χ. από τη Βουλγαρία, την Ιταλία ή τη Κροατία προς το Πρίνο, ακριβώς όπως κάνουν πολλοί άλλοι στην Ευρώπη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, τη πρόσφατη μεταξύ Δανίας - Γαλλίας.
Εκτός των παραπάνω, δεν έχουμε ακόμη ορίσει τις προδιαγραφές που πρέπει να έχουν τα πλοία μεταφοράς του υγροποιημένου CO2, ενώ εκκρεμεί ακόμη μεταξύ άλλων, η δημιουργία ενός Κανονισμού (Regulation) για το CCS, το οποίο επίσης αποτελεί ένα από τα ορόσημα του Ταμείου Ανάκαμψης και τον οποίο πρέπει να κοινοποιήσουμε στη Κομισιόν, κάτι που δεν αναμένεται να γίνει πριν από το Σεπτέμβριο.
Σημειωτέον ότι οι χώρες του Βορρά, όπως Δανία, Γερμανία και Ολλανδία, έχουν προγράμματα κρατικών ενισχύσεων δεκάδων δισ. ευρώ για την ανάπτυξη σχεδίων δέσμευσης και αποθήκευσης CO2, τα οποία ήδη έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.