Το πρώτο βήμα είναι πάντα το πιο δύσκολο. Η ΔΕΗ αφού απέδειξε για το τι είναι ικανή, ετοιμάζεται να αλλάξει οριστικά πίστα και να μας ξανασυστηθεί.
Όχι ως εταιρεία του ευρύτερου δημοσίου τομέα, αλλά ως ένας διεθνοποιημένος όμιλος που επενδύει και εξαγοράζει εντός και εκτός Ελλάδας, πρωταγωνιστεί στις ΑΠΕ και θα στοχεύσει προσεχώς τα 2 δισ. EBITDA, όταν λίγα χρόνια πριν, η αγορά μειδιούσε ακόμη και στο άκουσμα του 1 δισ.
Το επικαιροποιημένο επιχειρηματικό πλάνο της ΔΕΗ για την επόμενη τετραετία που ανακοινώνει σήμερα το μεσημέρι στο Λονδίνο, μπροστά στους ξένους αναλυτές, ο CEO Γιώργος Στάσσης, δεν είναι απλώς ένα κάλεσμα σε θεσμικά χαρτοφυλάκια που αναζητούν ευκαιρίες για να τοποθετηθούν, όπως στο πρώτο Investor’s Day, επί δικής του θητείας, το 2020.
Έκτοτε μεσολάβησαν μια αύξηση κεφαλαίου 1,35 δισ. ευρώ που βελτίωσε τη χρηματοοικονομική της θέση, μια ενεργειακή κρίση που την ταρακούνησε αλλά δεν την έβγαλε από την πορεία της και κυρίως μια σειρά κινήσεων, από την εξαγορά της Enel τη Ρουμανία, μέχρι την απόκτηση της Κωτσόβολος, που απέδειξαν σε όλους ότι το story, έχει βάσεις, δεν είναι λόγια.
Στην πράξη, μέσα από το business plan 2024-2027, η ΔΕΗ επανασυστήνεται στο εξωτερικό, έπειτα από μια μακρά πορεία εξυγίανσης και συμφωνιών - επιστέγασμα μιας τετραετούς πορείας μετασχηματισμού.
Έχει ηγετική θέση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με σχέδια για νέες εξαγορές. Με ένα ανθηρό ταμείο, απαλλαγμένο από βάρη προηγούμενων δεκαετιών, όπως η παραγωγή από λιγνίτη που περιορίζεται συνεχώς. Μάνατζμεντ που βγάζει μια «φρέσκια» εικόνα και δεν αρχίζει και τελειώνει στον Γ. Στάσση, αλλά απαρτίζεται από διευθυντικά στελέχη, τα οποία προέρχονται από την αγορά. Με πολυεθνικό μετοχολόγιο και πελατοκεντρική φιλοσοφία που θα ενισχυθεί με την ενσωμάτωση από φέτος των 90 καταστημάτων της Κωτσόβολος. Κεφαλαιοποίηση κοντά στα 4,7 δισ. ευρώ και μετοχή στα 12,24 ευρώ, μετά από μια κούρσα 70% το τελευταίο έτος.
Η επιχείρηση την οποία θα παρουσιάσει σήμερα ο Γ. Στάσσης στους αναλυτές έχει πολλά χρήματα για μεγάλες επενδύσεις στα Βαλκάνια, χωρίς να χρειάζεται να δεσμεύει τεράστια κεφάλαια για παν ενδεχόμενο, όπως στην περίπτωση της ενεργειακής κρίσης. Περιορίζει συνεχώς την παραγωγή από λιγνίτη ακόμη και κατά 50% σε σχέση με πέρυσι, άρα και το συνολικό της κόστος παραγωγής. Κυρίως όμως έχει αποκτήσει ένα χαρτοφυλάκιο έργων ΑΠΕ, που μαζί με τη Ρουμάνια αθροίζει 2,5 GW. Είναι το μεγαλύτερο στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα στα Βαλκάνια, όταν τέσσερα χρόνια πριν αυτό ήταν σχεδόν μηδενικό.
Η αλήθεια είναι ότι διάγει μια από τις καλύτερες περιόδους στην 74χρονη ιστορία της.
Μοιάζει με κακόγουστο αστείο ότι ο ίδιος όμιλος, πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, τον Απρίλιο του 2019, είχε αξία στο ταμπλό 278 εκατ. ευρώ, όσο μια… μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο. Ότι λίγο πριν τις εκλογές του 2019, τότε που θεωρούνταν συστημικός κίνδυνος και οι τράπεζες δεν τη δάνειζαν, η μετοχή βολόδερνε στα 1,28 ευρώ, φέροντας την επιχείρηση στην 33η θέση του ελληνικού χρηματιστηρίου! Τέτοια ανατροπή στον επιχειρηματικό κόσμο σπάνια πρέπει να έχει ξαναγίνει.
Αν και η διοίκηση δεν έχει διαρρεύσει τίποτα για το περιεχόμενο του νέου business plan, θεωρείται βέβαιο ότι θα αναθεωρεί προς τα πάνω όλους τους στόχους, με τις εκτιμήσεις για τα EBITDA (το guidance μιλούσε για 1,7 δισ. ευρώ το 2026), να μιλούν για επαναλαμβανόμενα λειτουργικά κέρδη 1,6 δισ ακόμη και το 2024. Και στο ίδιο σκεπτικό, το πλάνο μπορεί να κάνει λόγο για επίπεδα EBITDA της τάξης των 2 δισ ευρώ στα τέλη της τετραετίας. Επίσης, στο μέτωπο των επενδύσεων, τα 9 δισ. του υφιστάμενου επιχειρησιακού πλάνου, θα μπορούσαν την επόμενη τετραετία και να ξεπεράσουν τα 10 δισ. ευρώ.
Ο μάνατζερ της επιχείρησης θα περιγράψει το πως η ΔΕΗ θα εκμεταλλευτεί τα νέα assets στη Ρουμανία που την καθιστούν τον μεγαλύτερο παίκτη στην περιοχή με 9 εκατομμύρια πελάτες και 340.000 χλμ ηλεκτρικών δικτύων και πιθανώς να αναφερθεί σε κάποια μεγάλη επέκταση - εξαγορά και στη Βουλγαρία, καθώς επίσης σε άλλες χώρες της περιοχής.
Ειδική αναφορά θα κάνει στο ενεργειακό retail μετά την εξαγορά της Κωτσόβολος και στο νέο κόσμο των συνδυασμένων πωλήσεων προϊόντων και υπηρεσιών μέσα στο ίδιο κατάστημα, όπως όλα τα μεγάλα utilities διεθνώς. Στην εμπορία δηλαδή αλλά και εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων και αντλιών θερμότητας, αλλά και στο smart home, την ανερχόμενη τάση παγκοσμίως, η οποία καθημερινά εξελίσσεται και μπαίνει στην καθημερινότητά μας.
Ειδήσεις μπορεί να βγάλουν και οι νέοι τομείς στους οποίους θα μπει το 2024 η ΔΕΗ, με πιο σημαντικό τα telecoms. Τις οπτικές ίνες για τις οποίες έχει ήδη συστήσει θυγατρική. Ένα πλάνο που σύμφωνα με παλαιότερους υπολογισμούς θα απαιτήσει επενδύσεις 800 εκατ. ευρώ, τις οποίες η επιχείρηση, θα υλοποιεί σταδιακά, νοικιάζοντας αρχικά, μέρος της χωρητικότητας της οπτικής ίνας σε παρόχους των telecoms, οι οποίοι και θα μεταφέρουν την τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία στους τελικούς καταναλωτές.
Κανείς επίσης δεν αποκλείει να ακούσουμε και για συμμαχία με τηλεπικοινωνιακό πάροχο. Εφόσον οι οπτικές ίνες φιλοξενούν και υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας 5G, τότε η επένδυση αυτή απαιτεί συμμαχία με κάποιον από τους μεγάλους του χώρου.
Έχει να μας πει πολλά το μάνατζμεντ της ΔΕΗ για τα νέα επενδυτικά της σχέδια. Ένα τέτοιο event γίνεται μόνο όταν μια εισηγμένη έχει να ανακοινώσει νέα πράγματα, ειδήσεις, σχέδια, επενδύσεις, τίποτα από τα οποία δεν θα ήταν εφικτό αν η επιχείρηση δεν είχε σωθεί από την χρεοκοπία το 2019, με τη στήριξη του τότε υπουργού Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη, δεν είχε εξυγιανθεί και αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία, με κατάργηση μονιμότητας για του νεοπροσλαμβανόμενους και δυνατότητα προσλήψεων από την αγορά.
Είναι προφανές ότι αν δεν είχε μεσολαβήσει όλη αυτή η τετραετής προσπάθεια και η ΔΕΗ συνέχιζε να λειτουργεί σαν μια κλασική πάνω - κάτω εταιρεία του Δημόσιου με νοοτροπίες, κομματικές επιλογές και συνδικαλιστικές πρακτικές, δεν θα είχε την παραμικρή σχέση με τη σημερινή εικόνα.
Μπορεί να γλίτωνε την πρόσκρουση, αλλά θα δυσκολεύονταν να δώσει το χαμηλότερο «πράσινο» τιμολόγιο τον Γενάρη (13,6 σεντς/ κιλοβατώρα), συμπαρασύροντας προς τα κάτω τις τιμές όλων των παρόχων, χωρίς να διακινδυνεύσει την κερδοφορία της. Ούτε θα είχε την άνεση να μειώσει 40% το «μπλε» σταθερό της τιμολόγιο, ανοίγοντας ένα νέο γύρο ανταγωνισμού, πόσο μάλλον να στηρίξει στην καρδιά της κρίσης το 2022, τους πελάτες και γενικότερα τα νοικοκυριά συνεισφέροντας 1,8 δισ. ευρώ. Τίποτα απ’ όσα συνέβησαν την τελευταία τετραετία δεν ήταν αυτονόητο.