Δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς την πυκνότητα με την οποία συσσωρεύονται οι κίνδυνοι πάνω από την περίφημη πράσινη μετάβαση, η οποία ξεκίνησε εντελώς ανάποδα, αφού βάλαμε πρώτα το κάρο και μετά το άλογο.
Αφού επενδύσαμε μαζικά σε ΑΠΕ, μετά ανακαλύψαμε ότι δεν επαρκεί ο ηλεκτρικός χώρος, ότι χρειαζόμαστε μεγαλύτερα δίκτυα, ότι δεν έχουμε μπαταρίες αποθήκευσης. Μ’ άλλα λόγια ότι δεν σηκώνει η αγορά άλλες ΑΠΕ.
Έπειτα ήρθαν οι μηδενικές και αρνητικές χονδρικές τιμές του ρεύματος σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Ισπανία και αλλού, και εκείνο που εκ πρώτης όψεως, φαινόταν καλό, δηλαδή το μηδενικό κόστος, αποδείχθηκε στην πραγματικότητα πως δεν είναι. Διότι μηδενικές τιμές σημαίνουν ότι για τις ώρες εκείνες οι επενδυτές δεν πληρώνονται, έχουν έσοδα μηδέν.
Αν και δεν περνάει από το μυαλό όσων δεν ασχολούνται με το αντικείμενο, η πραγματικότητα είναι ότι αυτό που φαινόταν μερικά χρόνια πριν ως μια από τις πιο ασφαλείς επενδύσεις λόγω των εγγυημένων τιμών, σήμερα δεν είναι. Αν δεν βρεθεί λύση πανευρωπαϊκά (και στην Ελλάδα), κάποιοι θα χάσουν τα χρήματα τους.
Αλλά το εντυπωσιακότερο όλων, είναι ότι ακόμη και όταν αναγνωρίζονται αυτοί οι κίνδυνοι, υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα υποτίμησης τους, ίσως γιατί θεωρούμε πως η πράσινη μετάβαση έχει μεγάλη ανθεκτικότητα. Σαν να παγιώνεται μια κατάσταση και αίσθηση ότι τη λύση θα τη δώσει η ίδια η ζωή, δηλαδή η αγορά.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή όμως είναι η στάση των επενδυτών. Αν και τα τύμπανα της υπερθέρμανσης - κάποιοι λένε της φούσκας - χτυπάνε όλο και πιο δυνατά, οι αιτήσεις για νέες επενδύσεις ΑΠΕ συνεχίζουν να πέφτουν βροχή, τα επίπεδα πλέον είναι εξωπραγματικά.
Σαν να υπάρχει μια πολυκατοικία που αντέχει πέντε ορόφους, έρχεται κάποιος και προσθέτει συνεχώς νέους, αλλά εμείς θεωρούμε ότι θα αντέξει, παρά την παραβίαση κάθε νόμου περί στατικής επάρκειας.
Τα νούμερα. Σήμερα, έχουμε εν λειτουργία έργα ΑΠΕ, μαζί με όσα έχουν πάρει όρους σύνδεσης, που αθροίζουν συνολική ισχύ 27,5 GW, πάνω δηλαδή από τις προβλέψεις του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για το 2030 (23,5 GW).
Την ίδια στιγμή, περιμένουν στην ουρά για προσφορά σύνδεσης μονάδες συνολικής ισχύος περίπου 42 GW!! Αθροίζουν όλα αυτά, το νούμερο των 67,5 GW, πάνω από τους στόχους όχι μόνο του 2030, αλλά και του 2050.
Σαν να μιλάμε για μια άλλη χώρα, όχι για την Ελλάδα, αλλά για τη Γερμανία, η παραγωγή της οποίας σε φωτοβολταικά κινούνταν μέχρι πρότινος σε αυτά τα επίπεδα, ήταν 60 GW (2021). Αρκούν ίσως οι αριθμοί για να καλύψουν τη ζήτηση μιας χώρας με 85 εκατομμύρια, όχι όμως με 10 εκατ. και ζήτηση για ενέργεια σταθερή, χωρίς προοπτικές αύξησης.
Δεν στηρίζεται πουθενά η άποψη ότι μια χώρα χωρίς βαριά βιομηχανία, δηλαδή μεγάλα φορτία, με σταθερή αλλά όχι θηριώδη ανάπτυξη και κυρίως γηράσκουσα, με μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα, θα έχει τα επόμενα χρόνια τόσο μεγάλη αύξηση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να σηκώσει τόση πολύ νέα ενέργεια.
Κάποιος θα πει ότι τα έργα αυτά θα αντικαταστήσουν την όποια σημερινή παραγωγή από λιγνίτη και μέρος από αυτή με φυσικό αέριο. Σωστό, αλλά και πάλι τα νούμερα είναι τεράστια. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σ' αυτά δεν περιλαμβάνονται τα μεγαβάτ που θα έρθουν την επόμενη διετία όταν θα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα υπεράκτια αιολικά πάρκα, τα οποία έχουν το «μειονέκτημα» να δουλεύουν σχεδόν όλη την ημέρα.
Καλά θα πει κάποιος, η κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται το πρόβλημα; Γιατί δεν δίνει εντολή να σταματήσουν οι αιτήσεις; Η επίσημη απάντηση είναι ότι ούτως ή άλλως πολύ λίγα απ’ όλα αυτά τα έργα θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν τραπεζικό δανεισμό, δηλαδή έχουν τα εχέγγυα για να υλοποιηθούν. Άρα, τυχόν οριζόντια απαγόρευση υποβολής νέων φακέλων θα απέτρεπε και βιώσιμες επενδύσεις και γενικώς θα έστελνε λάθος επενδυτικό σήμα.
Αγνοούν ωστόσο όσοι υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία ότι όταν μια «πόρτα» ανοίγει και παραμένει ανοικτή και συντηρούνται αβάσιμες προσδοκίες, μπαίνουν και οι βάσεις για άσκηση πιέσεων προς την κυβέρνηση.
Στέλνεται σήμα στους ενδιαφερόμενους ότι «κάτι θα γίνει και μ’ αυτούς». Κάποιος «μαγικός» τρόπος θα βρεθεί να αυξηθεί ο ηλεκτρικός χώρος της χώρας, κάποιο νέο πρόγραμμα θα εμφανιστεί, κάποιο παράθυρο θα ανοίξει.
Το «παράθυρο» είναι άλλωστε ο κανόνας στην οικονομική ζωή του τόπου, όπου τα πλαίσια αλλάζουν κάθε τρεις και λίγο, οι καταληκτικές ημερομηνίες συχνά δεν έχουν κανένα νόημα, οι παρατάσεις είναι ο κανόνας. Είμαστε τόσο εθισμένοι στο να μην ισχύουν οι κανόνες, στο να αλλάζει κάθε τρεις και λίγο το καθεστώς, ώστε όλοι προφανώς πιστεύουν ότι όλο και κάποια διαδικασία bypass θα εμφανιστεί, κάπως θα παρακαμφθούν οι σειρές, προτεραιότητας.
Αυτός είναι και ο λόγος που η αγορά δεν αυτορρυθμίζεται. Διότι πράγματι προκαλεί εντύπωση γιατί χιλιάδες μικροί και μεσαίοι κυρίως επενδυτές να δεσμεύουν χρήματα σε εγγυητικές επιστολές, όταν κανονικά γνωρίζουν ότι με τέτοιο «βουνό αιτήσεων», τα έργα τους έχουν ελάχιστες πιθανότητες να γίνουν.
Στη νέα αυτή πραγματικότητα διαφαίνεται ένας ακόμη κίνδυνος. Το ταμείο απ’ όπου πληρώνονται για την ταρίφα που έχουν «κλειδώσει» οι παραγωγοί ΑΠΕ, λέγεται ΕΛΑΠΕ. Τα δε, έσοδά του, προέρχονται από την περίφημη χρέωση ΕΤΜΕΑΡ, μια από τις πολλές που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Όταν αυξάνονται οι ώρες που οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος είναι μηδενικές, τόσο μεγαλώνει και η ανάγκη αποζημίωσης των έργων από τον ΕΛΑΠΕ. Έτσι ώστε να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ των μειωμένων τιμών χονδρικής και των εγγυημένων τιμών αποζημίωσης, δηλαδή της ταρίφας που έχουν πάρει τα έργα.
Είναι σχεδόν προεξοφλημένο ότι μετά τις ευρωεκλογές η συγκεκριμένη χρέωση θα αυξηθεί, καθώς ο ειδικός αυτός λογαριασμός παρουσιάζει, για διάφορους λόγους, ένα μεγάλο λογιστικό έλλειμμα που για φέτος προβλέπεται στα 449,38 εκατ. ευρώ. Ο κίνδυνος να «θολώσει» η μέχρι σήμερα εικόνα των πολύ χαμηλών τιμών στο ρεύμα, είναι υπαρκτός.
Η νέα ενεργειακή πραγματικότητα δείχνει ότι ακόμη δεν έχουμε βρει το σωστό βηματισμό. Ζητούνται απαντήσεις σε δομικά ερωτήματα, όπως το τι θα κάνουμε με την υπερπαραγωγή πράσινης ενέργειας, την οποία δεν είχαμε υπολογίσει και τώρα αναζητάμε πώς θα την περιορίσουμε.
Το 2022, πληρώσαμε τον λογαριασμό της μεγάλης μας εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Σήμερα πληρώνουμε τον κακό σχεδιασμό και την απουσία χρονικής ταύτισης ανάμεσα στη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ και εκείνη των συστημάτων αποθήκευσης, το γεγονός ότι σχεδιάστηκε ανάποδα.
Αναπτύχθηκαν μαζικά οι ΑΠΕ και μετά ξαφνικά «ξυπνήσαμε» και ανακαλύψαμε ότι δεν μπορούμε να σηκώσουμε όλη αυτή την ενέργεια.
Ακόμη και σήμερα κανείς δεν έχει ακόμη χωνέψει τις ανατροπές από τις μηδενικές τιμές, όλοι πιστεύουν ότι λεφτά υπάρχουν και με κάποιο «μαγικό» τρόπο θα πληρωθούν.