Συνεχίζονται και φέτος, με λιγότερο έντονους ρυθμούς, οι κινήσεις των επιχειρήσεων του τομέα του λιανεμπορίου που έχουν ως στόχο την ενδυνάμωσή τους με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που τα τελευταία δυο χρόνια, δέχεται τις αναταράξεις των αυξήσεων των συντελεστών του λειτουργικού κόστους.
Παρά το γεγονός ότι τα κόστη των μεταφορών, οι τιμές των πρώτων υλών καθώς και της ενέργειας ακολουθούν μια πορεία εξομάλυνσης, εν τούτοις, ο δείκτης τιμών καταναλωτή παραμένει σε αρκετά υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και να συρρικνώνονται τα μερίδια αγοράς καθώς οι πωλήσεις βαίνουν μειούμενες.
Οι κινήσεις στον κλάδο των σούπερ - μάρκετ έχουν ήδη ξεκινήσει, με τρεις μεγάλες εταιρείες να έχουν εξαγοράσει, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023, ισάριθμες μικρότερες επιχειρήσεις. Πρόκειται για τις αλυσίδες Σκλαβενίτης, Μασούτης και ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός. Όπως αναφέρουν πληροφορίες παραγόντων της αγοράς, στο επόμενο διάστημα αναμένονται άλλα δύο deals, το ένα στην Πελοπόννησο και το άλλο στη Δυτική Ελλάδα.
Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες προερχόμενες από παράγοντες του λιανεμπορίου τροφίμων, μέσα στους επόμενους μήνες του έτους αναμένονται και άλλες μεγάλες εξαγορές ή και συμφωνίες συνεργασίας. Και αυτό γιατί οι μεσαίες και μικρές εταιρείες του κλάδου πιέζονται σημαντικά από τα διάφορα προβλήματα που δημιουργούν η συνεχής αύξηση των συντελεστών κόστους, όπως το μισθολογικό, οι νέες επενδύσεις, ο έντονος ανταγωνισμός, ακόμη και οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις, όπως η πράσινη μετάβαση.
Συνεπώς, θα πρέπει ή να επιλέξουν ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και τις επενδύσεις, κάτι που θα συμπιέσει περαιτέρω την κερδοφορία τους ή να πουλήσουν το δίκτυο των καταστημάτων τους σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Η συνεχιζόμενη αυτή τάση αναμένεται να οδηγήσει σε έναν δεύτερο γύρο συγκέντρωσης στην αγορά των σούπερ - μάρκετ.
Την τάση συγκεντρωτισμού σηματοδοτούν και οι εξελίξεις στον τομέα του λιανεμπορίου ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών.
Η τελευταία εξέλιξη είναι αυτή της απορρόφησης της MediaMarkt από την Public. Το σήμα της γερμανικής εταιρείας βγήκε, πλέον, από τα καταστήματα Public - MediaMarkt, τα οποία μετονομάσθηκαν σε Public + Home.
Υπενθυμίζεται ότι η γερμανική αλυσίδα από το 2019 είχε περάσει υπό τον έλεγχο της Public. Όμως, το συγκεκριμένο deal, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και έτσι μέσα στον Αύγουστο τα 13 καταστήματα Public - Media Markt που προέκυψαν από την συγχώνευση πέρασαν στην Public, και θα διαθέτουν μια μεγάλη ποικιλία οικιακών συσκευών. Σημειώνεται ότι η Public απορρόφησε και τους 530 εργαζομένους της MediaMarkt.
Ανοικτό, ακόμη, παραμένει το θέμα της Κωτσόβολος, την οποία εδώ και πάνω από δυο μήνες ο μητρικός της όμιλος Curry την έχει βγάλει προς πώληση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς και με βάση τα αποτελέσματα EBITDA της εταιρείας το τίμημα για την απόκτηση της από κάποιο fund ή άλλο μεγάλη πάικτη του λιανεμπορίου ηλεκτρικών συσκευών διαμορφώνεται γύρω στα 300 εκατ.ευρώ.
Ενδιαφέρον για την εξαγορά της Κωτσόβολος είχαν εκδηλώσει, αρχικά, η Πλαίσιο, η ΔΕΗ και ο όμιλος Quest. Μέχρι στιγμής, ο μοναδικός ενδιαφερόμενος που παραμένει είναι ο όμιλος Quest, ο οποίος έχει υποβάλει και μη δεσμευτική προσφορά. Η ΔΕΗ δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της και πιθανότατα περιμένει την ολοκλήρωση της διαδικασίας ελέγχου (due dilligence), προκειμένου να υποβάλει προσφορά. Σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον της Πλαίσιο, η διοίκηση αποφάσισε να μείνει εκτός διεκδίκησης. H Public, από την άλλη πλευρά, απαντώντας σε φήμες της αγοράς που την τοποθετούσαν στη λίστα των ενδιαφερομένων ανέφερε ότι τα στρατηγικά της χαρακτηριστικά φέρνουν ψηλά το brand της στην προτίμηση των καταναλωτών. Συνεπώς, το Public Group δεν έχει λόγο να προχωρήσει σε κίνηση συμμετοχής στην εξαγορά της Κωτσόβολος. Παρ΄όλα αυτά, όμως, παρακολουθεί με ενδιαφέρον κάθε αλλαγή που προκύπτει στον τομέα του λιανεμπορίου, αντιμετωπίζοντας θετικά τις προκλήσεις που φέρνει ο ανταγωνισμός.
Ακόμη, στα deals που πραγματοποιήθηκαν στο εξάμηνο περιλαμβάνεται και η εξαγορά των Αττικών Πολυκαταστημάτων από την Ideal Holdings, έναντι 100 εκατ.ευρώ.