Η διευθύνουσα σύμβουλος της ELVIAL Ασημίνα Τζήκα στο Βιομηχανικό Συνέδριο του ΣΕΒ

Η διευθύνουσα σύμβουλος της ELVIAL Ασημίνα Τζήκα στο Βιομηχανικό Συνέδριο του ΣΕΒ

Η παρέμβαση της Διευθύνουσας Συμβούλου της ELVIAL και Γενικής Γραμματέως του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Αλουμινίου στο Βιομηχανικό Συνέδριο του ΣΕΒ, κ. Ασημίνας Τζίκα, έθιξε το καίριο ζήτημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής και της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε ένα πολύ απαιτητικό παγκόσμιο περιβάλλον.

Εκπροσωπώντας τις γυναίκες στο τιμόνι της ελληνικής βιομηχανίας και την ELVIAL, μια επιχείρηση με σημαντικό περιφερειακό ρόλο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η κ. Ασημίνα Τζίκα τοποθετήθηκε στο βιομηχανικό συνέδριο του ΣΕΒ “Σχέδιο και τομές για το μέλλον των δυνατοτήτων μας”, για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική βιομηχανία και τους τρόπους που μπορεί να ανταπεξέλθει.

Η κ. Τζίκα μαζί με τους Alexandre Affre, Deputy Director General, Business Europe, Joris Cocquyt, Global Head of Sales IEC LV Motors Division, ABB και Dr Dirk Didascalou, Chief Technology Officer, Digital Industries, Siemens AG ήταν στα μέλη του πρώτου κεντρικού πάνελ του βιομηχανικού συνεδρίου “Από την παγκοσμιοποίηση στη στρατηγική αυτονομία: Ποια η θέση της ΕΕ και της Ελλάδας στην παγκόσμια επενδυτική και βιομηχανική ανταγωνιστικότητα;” που συντόνισε η δημοσιογράφος κ. Νίκη Λυμπεράκη. 

Η κ. Τζίκα παρουσίασε με περιεκτικό τρόπο το νέο παγκόσμιο περιβάλλον στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν οι ελληνικές βιομηχανίες και τόνισε ότι οι επιχειρήσεις είναι εκείνες που πρέπει να επιδείξουν γρήγορα αντανακλαστικά - για να εξελιχθούν σε προηγμένες βιομηχανίες με σοβαρό πράσινο αποτύπωμα, να συνεισφέρουν στις τοπικές κοινωνίες και παράλληλα να παραμείνουν ανταγωνιστικές στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. 

Επίσης, εκτιμά ότι οι παράγοντες που θα καθορίσουν το μέλλον των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πρώτα η ισχυρή βούληση και η δέσμευση των φορέων των επιχειρήσεων, η χρηματοοικονομική θωράκιση των επιχειρήσεων αυτών, ώστε να μπορούν να διαθέσουν τους αναγκαίους πόρους για την υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων, και το ανθρώπινο δυναμικό που θα κληθεί να υλοποιήσει αυτές τις αλλαγές. Υπογράμμισε ότι για να αντιμετωπιστούν με επάρκεια οι προκλήσεις, η ανταγωνιστικότητα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα όσον αφορά στις πολιτικές πράσινης μετάβασης και προστασίας του περιβάλλοντος και πρότεινε να δοθούν ισχυρά οικονομικά κίνητρα στον τομέα της ψηφιοποίησης και εν γένει του ψηφιακού μετασχηματισμού, μια διαδικασία επίπονη και μακρά σε διάρκεια, η οποία απαιτεί σημαντικά κονδύλια επένδυσης. 

Σε ότι αφορά τις τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης – ως ο πιο σημαντικός πυλώνας για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων – απαιτείται να ψηφιοποιηθούν όλες οι παραδοσιακές παραγωγικές λειτουργίες της βιομηχανίας και παράλληλα να δημιουργηθούν εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιούνται από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ταυτόχρονα επισήμανε ότι είναι αναγκαίο να ενταχθούν σε αυτόν τον σχεδιασμό και οι υπηρεσίες που συνοδεύουν τα προϊόντα (πέρα από τα ποιοτικά και τεχνικά χαρακτηριστικά τους) προκειμένου οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες να διακριθούν διεθνώς.

Όσον αφορά τις πράσινες πολιτικές για το περιβάλλον, τόνισε ότι είναι απαραίτητο να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν στοχευμένα προγράμματα και δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας για την βιομηχανία, να αρθούν γραφειοκρατικά εμπόδια και να δημιουργηθούν υποδομές, ώστε κάθε επιχείρηση να μπορεί να επενδύσει στην παραγωγή καθαρής ενέργειας για την κάλυψη των δικών της αναγκών. 

Τέλος, για την εφαρμογή όλων των παραπάνω είναι απαραίτητο να εκπαιδευτεί το προσωπικό των ελληνικών βιομηχανιών. Χρειάζονται λοιπόν ευέλικτες νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να είναι δυνατή η προσέλκυση τόσο εξειδικευμένου όσο και εργατοτεχνικού προσωπικού το οποίο και θα πρέπει να εκπαιδευτεί στα εργαλεία που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Η κ. Τζίκα πρότεινε εδώ την διαχείριση των πολιτικών δια βίου μάθησης και επανεκπαίδευσης του προσωπικού στις νέες δεξιότητες σε κεντρικό επίπεδο. Η μέχρι τώρα διαχείριση γίνεται στο επίπεδο της κάθε επιχείρησης ξεχωριστά με αποτέλεσμα να μην παράγεται τεχνογνωσία που να ωφελεί και να προάγει τον κλάδο και την ανταγωνιστικότητά του συνολικά.