Η «Ευρώπη», μπορεί να ευθύνεται για πολλά, όχι όμως για τις δικές μας αυταπάτες, ούτε και για την δική μας κατάπτωση. Στο βιβλίο «Ανατέμνοντας την Κρίση», ο Δημήτρης Ιωάννου σχολιάζει πως «είναι, βεβαίως, πολύ εύκολο να αποδίδονται στις πολιτικές δυνάμεις που δέσποσαν στην μεταπολιτευτική περίοδο οι ευθύνες για την, σε αρχικό στάδιο, κωμωδία της 'ευρωπαϊκής πορείας' της χώρας, η οποία από το 2010 και εντεύθεν έχει πλέον καταστεί μία πραγματική τραγωδία».
«Ακόμη ευκολότερο είναι να κατηγορείται η θεωρούμενη πλέον ως δόλια, μοχθηρή και ζηλόφθονη Ευρώπη ότι μας 'παγίδεψε'. Μόνο που, όπως συμβαίνει πάντοτε με εμμονές που έχουν τον χαρακτήρα εξορκισμού της αλήθειας και παρηγορητικής παραμυθίας, έτσι και οι συγκεκριμένες πεποιθήσεις δεν ανθίστανται στην βάσανο της λογικής».
«Αλλά ούτε και οι 'πολιτικές δυνάμεις' είναι ο βασικός ένοχος». Σημειώνει μεταξύ άλλων ο συγγραφέας:
«Όχι φυσικά διότι δεν βαρύνονται για την αήθη δημοκοπία με την οποία πορεύτηκαν σε όλη την, μεταπολιτευτική, τουλάχιστον,, περίοδο. Αλλά διότι είναι λάθος να φαντάζεται κανείς ότι εάν το κοινωνικό σώμα ήταν φρονίμως ορθολογικό και επιμελώς πραγματιστικό θα ήταν δυνατόν να κυριαρχήσουν σε πολιτικό επίπεδο η ανευθυνότητα και ο καιροσκοπισμός.
Για τις μείζονες ιστορικές επιλογές τους υπεύθυνες κατά κύριο λόγο είναι συλλογικά οι κοινωνίες, και όχι οι πολιτικές τους ηγεσίες. Αυτές, είτε υπάρχει αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα είτε όχι, αναδεικνύονται και αντλούν την εξουσιαστική ισχύ και την νομιμοποίηση τους με την διαδικασία της 'φυσικής επιλογής' μέσα από το ίδιο το κοινωνικό σώμα γιατί εκφράζουν καλύτερα από κάθε άλλον τις κυρίαρχες ιδεολογικές ροπές του και το επικρατούν στους κόλπους του κοσμοείδωλο.
Ειδικά, πάντως, στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας η πνευματική της παθογένεια ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι οι έστω και μειοψηφικές διανοητικές πρωτοπορίες οι οποίες θα ήταν ικανές να δώσουν την μάχη του ορθολογισμού είναι εξαιρετικά αδύναμες, και ολιγάριθμες. Κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στις συνθήκες της τρέχουσας, οικονομικής, κατά κύριο λόγο, κρίσης, όσον αφορά τους οικονομολόγους και την θεωρητική ερμηνεία των υφισταμένων προβλημάτων. Βεβαίως το ζήτημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό.
Η διεθνής οικονομική κρίση ανέτρεψε εμπεδωμένες θεωρητικές πεποιθήσεις, και κονιορτοποίησε πραγματικά την επιστημονική «συναίνεση» που είχε δημιουργηθεί, σταδιακά, στην διάρκεια των τριών περασμένων δεκαετιών υιοθετούμενη και επικροτούμενη από την πλειοψηφία των οικονομολόγων. Τα πολλά πρακτικά και θεωρητικά ερωτήματα που ανέκυψαν ήταν πραγματικά καινοφανή. Όπως, όμως ήταν φυσικό οι καινοτόμες 'απαντήσεις' για αυτά δεν ήταν εξ αρχής διαθέσιμες, και η αναζήτησή τους, επτά χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης, συνεχίζεται ακόμη.
Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον και η ελληνική κρίση με την σειρά της υπήρξε καινοφανής από πραγματολογική άποψη. Πρώτη φορά μία αναπτυγμένη χώρα, μέλος μίας οικονομικής και νομισματικής ένωσης του αναπτυγμένου κόσμου βρέθηκε σε συνθήκες χρεοκοπίας
Δυστυχώς, όμως, έναντι αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης οι εγχωρίως επικρατούσες ερμηνείες και 'διηγήσεις', θεωρητικές και πολιτικές, είναι σε μεγάλο βαθμό ίδιες με αυτές που θα δίνονταν εάν η κρίση ελάμβανε χώρα είτε το 1960, είτε το 1980, είτε το 2000. Ο λόγος ύπαρξης του ανά χείρας τόμου, λοιπόν, είναι η πεποίθηση του υπογράφοντος ότι η 'ισχυρή' και χρήσιμη ερμηνεία, τόσο για την διεθνή όσο και για την ελληνική κρίση, είναι περισσότερο 'ετερόδοξη' από τις κυρίαρχες απόψεις.
Σε αντίθεση, δηλαδή, με ό,τι πιστεύει μία παγιωμένη για δεκαετίες θεωρητική ορθοδοξία, τα οικονομικά φαινόμενα σε περιόδους κρίσεων δεν φαίνονται να εξελίσσονται με 'γραμμικό' τρόπο, δηλαδή δεν κινούνται μονοσήμαντα σε προβλέψιμες και μετρήσιμες ατραπούς και δεν καταλήγουν αναγκαστικά σε ένα συγκεκριμένο και νομοτελειακά προσδιορισμένο 'σημείο ισορροπίας'. Το χαρακτηριστικό των κρίσεων είναι ακριβώς ότι οι οικονομίες μπορούν να κινηθούν και να εξελιχθούν 'μη-γραμμικά', με ρήξεις και ασυνέχειες, και με μεταπτώσεις που ξεφεύγουν από τα συνήθη όρια των οικονομικών διακυμάνσεων και δημιουργούν την δυνατότητα 'πολλαπλών σημείων ισορροπίας', όχι όλων ευνοϊκών για την κοινή ευημερία.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας από το 2000 και εντεύθεν δεν είναι παρά μία τέτοια περίπτωση 'μη γραμμικότητας', πράγμα που θέτει μεγάλες προκλήσεις και δυσκολίες σε όποιον επιθυμεί να ερμηνεύει και να εξηγεί, αντί να μηρυκάζει ή να προπαγανδίζει».