Διάλογο με την Ελλάδα ενώ θα συνεχίζει τις παράνομες έρευνες της στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και με αποδοχή των τετελεσμένων που επιχειρεί στην ανατολική Μεσόγειο, απαιτεί η Άγκυρα με επιστολή στον ΟΗΕ, τορπιλίζοντας πρακτικά κάθε προσπάθεια συνεννόησης και αποκλιμάκωσης.
Στην επιστολή του ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας απαντά στην επιστολή της Ελλάδας με την οποία κατήγγειλε τις παράνομες έρευνες του Oruc Reis.
Η Τουρκική επιστολή επιμένει ότι το Oruc Reis πραγματοποιεί έρευνες στην «τουρκική» υφαλοκρηπίδα ,επαναφέρει την γνωστή επιχειρηματολογία ότι το Καστελόριζο και τα νησιά δεν μπορούν να έχουν παρά μόνο χωρικά ύδατα (των 6 ν.μ.) και ότι η Ελλάδα είναι αυτή που δημιουργεί τα προβλήματα με τις μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις της στην περιοχή αγνοώντας τα συμφέροντα της Τουρκίας
Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι η Τουρκία δηλώνει ότι είναι έτοιμη για «διάλογο άνευ όρων» σε διμερές και πολυμερές επίπεδο ενώ όμως « θα συνεχίσει να ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί των θαλάσσιων περιοχών δικαιοδοσίας της». Η Τουρκία επίσης δηλώνει ότι δεσμεύεται ούτε μπορεί να γίνει επίκληση έναντί της, είτε εσωτερικών νόμων είτε διμερών συμφωνιών στις όποιες έχει εκφράσεις την αντίθεση της , με σαφή αναφορά στον Νόμο Μανιάτη και στην Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία:
«A/75/598-S/2020/1116
«Επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας προς τα Ηνωμένα Έθνη της 13ης Νοεμβρίου 2020 προς τον Γενικό Γραμματέα σχχετικά με την επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας της 14ης Οκτωβρίου 2020 (A/75/513-S/2020/1015) και κατόπιν εντολής της κυβέρνησής μου.
Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας στα ακόλουθα. Με την ανάπτυξή του στην Ανατολική Μεσόγειο, το σεισμολογικό ερευνητικό σκάφος Oruç Reis επέστρεψε στο λιμάνι της Αττάλειας στις 12 Σεπτεμβρίου 2020 για συνήθεις εργασίες συντήρησης και ανεφοδιασμού. Από τις 12 Οκτωβρίου 2020, η Τουρκία διεξάγει δραστηριότητες σεισμικής έρευνας εντός της δικής της υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο, τα εξωτερικά όρια των οποίων έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις αρχές, και συνάδουν με τις σχετικές αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων καθώς και με την κρατική πρακτική στην οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων.
Συναφώς, με αναφορά στις επιστολές μου της 21ης Αυγούστου 2020 (A/74/997- S/2020/826), της 18ης Μαρτίου 2020 (A/74/757) και της 13ης Νοεμβρίου 2019 (A/74/550) που αναλύουν τις λεπτομέρειες αυτών των αρχών, οι σεισμικές ερευνητικές δραστηριότητες του Oruç Reis που ανακοινώθηκαν με navtex μήνυμα (1262/20) εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας δεν συνιστούν παραβίαση της κυριαρχίας οποιουδήποτε κράτους.
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ απαραίτητο να επαναλάβω ότι οι επαναλαμβανόμενες αντιρρήσεις της Ελλάδας για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας εντός της υφαλοκρηπίδας της, οι οποίες βασίζονται απλώς στον ισχυρισμό ότι το νησί του Καστελόριζου παράγει πλήρη επήρρεια στη θαλάσσια οριοθέτηση των συνόρων, στερούνται οποιασδήποτε νομικής βάσης.
Λαμβανομένων υπόψη των κυρίαρχων γεωγραφικών συνθηκών στη σχετική περιοχή, δηλαδή του συντριπτικού μήκους των τουρκικών ακτών και της θαλάσσιας προβολής τους, το νησί του Καστελόριζου δεν θα μπορούσε να λάβει θαλάσσιες περιοχές δικαιοδοσίας πέραν των χωρικών υδάτων, σύμφωνα με τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων, καθώς και την κρατική πρακτική ως προς το θέμα αυτό.
Η επιλεκτική ερμηνεία της Ελλάδας στο δίκαιο της θάλασσας σχετικά με το ρόλο των νησιών στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και η ταυτόχρονη παραμέληση της αρχής της ευθυδικίας ως θεμελιώδους κανόνα της οριοθέτησης των θαλάσσιων συνόρων είναι ενδεικτικές της επιμονής της Ελλάδας να διατηρήσει τις μαξιμαλιστικές και υπερβολικές αξιώσεις θαλάσσιων συνόρων, αγνοώντας τα νόμιμα δικαιώματα της Τουρκίας.
Ανεξάρτητα από την τρέχουσα κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως περιγράφεται παραπάνω, η Τουρκία τηρεί όλες τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει σε διμερή και πολυμερή φόρουμ και είναι έτοιμη να ξεκινήσει διάλογο χωρίς καμία προϋπόθεση το συντομότερο δυνατόν. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί των θαλάσσιων περιοχών δικαιοδοσίας της, διατηρώντας παράλληλα την αποφασιστικότητά της για ειλικρινή και ουσιαστικό διάλογο με την Ελλάδα προς μια ειρηνική και διαρκή λύση βασισμένη στην ευθυδικία , όλων των εκκρεμών ζητημάτων μεταξύ των δύο χωρών.
Με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα επίσης να αναφερθώ στην επιστολή μου της 2 Ιουλίου 2020 (A/74/936) για άλλη μια φορά, στην οποία διευκρίνισα ότι, ακόμη και αν έχει καταχωρηθεί ή δημοσιευθεί από τα Ηνωμένα Έθνη, ούτε οι μονομερώς χαρακτηρισμένοι εσωτερικοί νόμοι ή πρακτικές άλλων χωρών ούτε οι διμερείς συμφωνίες στις οποίες η Τουρκία έχει αντιταχθεί ρητά μεταξύ τρίτων χωρών σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων περιοχών δικαιοδοσίας είναι δεσμευτικές ή μπορούν να γίνει επίκληση τους έναντι της Τουρκίας.. Θα ήμουν ευγνώμων αν η παρούσα επιστολή μπορούσε να διανεμηθεί ως έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης, στο σημείο 76 της ημερήσιας διάταξης, και του Συμβουλίου Ασφαλείας και να δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο του Division for Ocean Affairs and the Law of the Sea και στην επόμενη έκδοση του Law of the Sea Bulletin».