Έναν χρόνο μετά την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ οι βρετανικές εξαγωγές καταρρέουν και οι εκκρεμότητες παραμένουν, ιδιαίτερα στα θέματα της αλιείας και της Β.Ιρλανδίας. H βρετανική κυβέρνηση επιμένει ότι οι οικονομικές συνέπειες του Brexit δεν μπορούν να εξεταστούν μεμονωμένα και χωρίς να ληφθεί υπόψη το κόστος της πανδημίας, αλλά πολλοί οικονομολόγοι εκφράζουν διαφορετική άποψη, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Deutsche Welle (DW).
Eιδικότερα στην αγορά παρατηρείται έλλειψη τροφίμων, ενώ τα βενζινάδικα ξεμένουν από καύσιμα και οι ξένοι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν τη χώρα. Είναι αυτή η εικόνα που επικρατεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, έναν χρόνο μετά την αποχώρησή του από την ΕΕ; Το σίγουρο είναι ότι οι διαταραχές στις αλυσίδες ανεφοδιασμού, σε συνδυασμό με την έλλειψη οδηγών και άλλων εργαζομένων από την ΕΕ, παρατείνουν τις θλιβερές εικόνες με τα άδεια ράφια στα σούπερ-μάρκετ και τις ατελείωτες φθινοπωρινές ουρές στα βενζινάδικα.
Το νέο νομικό πλαίσιο για τις εμπορικές σχέσεις του Λονδίνου με την «Ευρώπη των 27» που είχε τεθεί σε ισχύ τον περασμένο Ιανουάριο, προβλέπει διατυπώσεις τεσσάρων σελίδων για τις εκατέρωθεν εμπορικές συναλλαγές συν τα απαραίτητα υγειονομικά πιστοποιητικά για το κρέας και άλλα αγροτικά προϊόντα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία Eurostat οι βρετανικές εξαγωγές προς την ΕΕ μειώθηκαν κατά περίπου 10% τους πρώτους δέκα μήνες του 2021. Μάλιστα στα αγροτικά προϊόντα η μείωση έφτασε το 25%, σύμφωνα με το εν λόγω ρεπορτάζ.
«Φταίει» το Brexit ή η πανδημία;
Όλα αυτά συνέβαιναν, ενώ το Λονδίνο πάσχιζε να καταπολεμήσει τη νέα- εκείνη την εποχή- «μετάλλαξη Δέλτα» του κορονοϊού, που τελικά επέφερε ένα τρίτο κατά σειρά lockdown.
Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση επιμένει ότι οι οικονομικές συνέπειες του Brexit δεν μπορούν να εξεταστούν μεμονωμένα και χωρίς να ληφθεί υπόψη το κόστος της πανδημίας, αλλά πολλοί οικονομολόγοι εκφράζουν διαφορετική άποψη.
«Μπορούμε να πούμε ότι οι σημαντικές απώλειες στο εμπόριο με την ηπειρωτική Ευρώπη δεν αντισταθμίζονται από τις συναλλαγές της Μ. Βρετανίας με τον υπόλοιπο κόσμο», αναφέρει στην DW ο Ίαν Μπεγκ, ερευνητής στο London School of Economics (LSE). Υποτίθεται ότι το Brexit θα έβαζε τέλος στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, αλλά τελικά προκάλεσε νέες διατυπώσεις, αυξάνοντας το συνολικό κόστος των εξαγωγών. Ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είδαν τις εξαγωγές τους να εκμηδενίζονται.
«Η συμφωνία για τις εμπορικές σχέσεις μετά το Brexit ήταν ό,τι χειρότερο έχει διαπραγματευθεί ποτέ μία κυβέρνηση», τονίζει ο Σάιμον Σπάρελ, συνιδρυτής της Chesire Cheese Company, στην εφημερίδα The Guardian. Κάποιες επιχειρήσεις σταμάτησαν να δέχονται παραγγελίες από την ηπειρωτική Ευρώπη.
«Η ατέρμονη γραφειοκρατία γονατίζει κυρίως μικρές επιχειρήσεις και όχι οικονομικούς κολοσσούς, όπως η Nissan», προειδοποιεί ο ερευνητής του LSE Ίαν Μπεγκ, υπενθυμίζοντας εμμέσως ότι η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία Nissan έχει ανανεώσει την εμπιστοσύνη της στη Μ.Βρετανία ως επενδυτικό προορισμό, παρά την αβεβαιότητα του Brexit.
Περισσότερη γραφειοκρατία από τον Ιανουάριο
Επιπροσθέτως, ακόμη πιο δαιδαλώδης γίνεται η γραφειοκρατία από τον Ιανουάριο, καθώς η βρετανική κυβέρνηση έχει εξαγγείλλει νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα διέπει τις εισαγωγές από την ΕΕ. Με το νέο καθεστώς απαιτείται η έγκριση των βρετανικών αρχών πριν ακόμη τα εμπορεύματα φορτωθούν στο τρένο ή στο φορτηγό που θα διασχίσει τη Μάγχη.
Αξίζει να επισημανθεί ότι τρεις φορές έχει αναβληθεί η κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου, προκειμένου να αποφευχθούν νέες επιβαρύνσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Την κατάσταση επιδεινώνει η μάλλον αιφνιδιαστική παραίτηση του βρετανού διαπραγματευτή Ντέιβιντ Φροστ προ ημερών, όπως υπογραμμίζει η DW. Συγκεκριμένα κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι η αποχώρησή του Φροστ εντείνει την πίεση προς τον πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον να υιοθετήσει μία πιο διαλλακτική γραμμή απέναντι στις Βρυξέλλες, ώστε να αποτρέψει έναν γενικευμένο εμπορικό πόλεμο.
Επιπλέον, για τον οικονομολόγο Ίαν Μπεγκ ένα μείζον πρόβλημα είναι ότι η συμφωνία ΕΕ - Μ.Βρετανίας για τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις των δύο πλευρών αφήνει πολλές εκκρεμότητες (unfinished business), οι οποίες θα πρέπει επειγόντως να διευθετηθούν. Οι εκκρεμότητες αυτές αφορούν κυρίως το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας, την πολιτική αλιείας και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Για παράδειγμα το «Σίτυ» του Λονδίνου, χρηματοπιστωτικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας, έχει «σχεδόν αγνοηθεί» στην τελευταία συμφωνία των Βρυξελλών με τη βρετανική κυβέρνηση, υπογραμμίζει ο Μπεγκ. Το «Σίτυ» επιδιώκει ένα καθεστώς ισοτιμίας με αντίστοιχα χρηματοπιστωτικά κέντρα εντός ΕΕ με αμοιβαία αναγνώριση νομικών ρυθμίσεων, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πολύ πιθανό επί του παρόντος.
«Οι πραγματικές συνέπειες του Brexit για τις τράπεζες και τις εταιρείες χαρτοφυλακίου θα φανούν μέσα στο 2022» δηλώνει στο Financial News Weekly ο Τζέικ Γκριν, συνεργάτης της δικηγορικής εταιρείας Ashurst στο Λονδίνο.
Διχάζουν αλιεία και Β. Ιρλανδία
Επίσης, οι διαφωνίες μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας για τα αλιευτικά δικαιώματα μάλλον θα συνεχιστεί. Όσο για το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας- και το πολιτικά ακανθώδες ερώτημα, εάν μπορούν να αποφευχθούν νέα τελωνειακά σύνορα μεταξύ της Β. Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου- όλα δείχνουν ότι δύσκολα θα διευθετηθεί, εάν η κυβένηση του Λονδίνου δεν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε εμπορικές διαφορές που απορρέουν από την ερμηνεία του Πρωτοκόλλου.
«Η ιδανική λύση για τη Β. Ιρλανδία θα ήταν να καταστούν σχεδόν αόρατα τα σύνορα», επισημαίνει ο Ίαν Μπεγκ. «Υπάρχει κινητικότητα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η λογική λέει ότι δεν μπορεί, κάπου πρέπει να υπάρχουν και σύνορα», όπως τονίζει.
Υπενθυμίζεται ότι ετά την παραίτηση Φροστ το βάρος της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ επωμίζεται η υπουργός Εξωτερικών Λιζ Τρας. Θα έχει δύσκολο έργο, καθώς από τη μία πλευρά πρέπει να κρατήσει εντός του συντηρητικού κόμματος τους σκληρούς ευρω-σκεπτικιστές, ενώ από την άλλη πλευρά πρέπει να αποφύγει περαιτέρω κλιμάκωση στις ήδη τεταμένες σχέσεις με τις Βρυξέλλες, όπως αναφέρει η DW.
Αναζητώντας εξήγηση για το σημερινό αδιέξοδο ο Ίαν Μπεγκ υποστηρίζει ότι «οι Βρετανοί είχαν παρανοήσει τις θέσεις της Γερμανίας για το Brexit» και πίστευαν ότι το Βερολίνο «θα παρέμβαινε στην αδιέξοδη διαπραγμάτευση μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών», προκειμένου να διασώσει μία αγορά που παραμένει πολύτιμη για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Πλην όμως, τονίζει ο ερευνητής του LSE, «η ΆNγκελα Μέρκελ ποτέ δεν προσέτρεξε για να σώσει τους Βρετανούς και αμφιβάλλω εάν ο Όλαφ Σολτς θα κάνει κάτι διαφορετικό».