Με σχετική εγκύκλιό του, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παρέχει προς τους αρμόδιους κρατικούς υπαλλήλους οδηγίες για τον χειρισμό των υποθέσεων που εντάσσονται στην καινοφανή κατηγορία των παραγόμενων κατόπιν εγκλήσεων και μηνύσεων που υποβάλλονται κατά εκπαιδευτικών, ιατρών, νοσηλευτών και υπαλλήλων δομών υγείας, από πρόσωπα που αμφισβητούν τις παραδοχές της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας σχετικά με τα εμβόλια κατά της COVID-19 και τα οποία ενεργούν με σκοπό να αποτρέψουν την εφαρμογή και την τήρηση των μέτρων που έχουν ληφθεί από την πολιτεία για την αντιμετώπιση της διάδοσης της νόσου και την προστασία της υγείας του πληθυσμού.
Σύμφωνα με τις παρεχόμενες οδηγίες, σε περίπτωση υποβολής τέτοιας έγκλησης-μήνυσης κατά εκπαιδευτικού λειτουργού, ιατρού, νοσηλευτή ή εργαζομένου σε δομή υγείας, ο προανακριτικός υπάλληλος καλείται να απέχει από κάθε ενέργεια (σύλληψη, προσαγωγή) εναντίον του μηνυομένου και να αναμείνει συγκεκριμένες οδηγίες από τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος θα αξιολογεί το περιεχόμενο της καταμήνυσης, την ύπαρξη ενδείξεων βασιμότητας, τις ειδικότερες συνθήκες και την αφορμή της, ώστε να διαπιστώσει τον αληθή χαρακτήρα της και να δώσει τις ανάλογες κατευθύνσεις για τον περαιτέρω χειρισμό της, τονίζεται δε η υφιστάμενη δικονομική δυνατότητα μη εφαρμογής της διαδικασίας του αυτοφώρου.
Λαμβανομένων υπ’ όψη των κινήτρων της συμπεριφοράς του μηνυτή, η οποία στέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου, διαταράσσοντας την διεξαγωγή του εκπαιδευτικού έργου και τη λειτουργία δημόσιων υγειονομικών υπηρεσιών και τελικά συμβάλλει στην διάδοση της νόσου, εκθέτοντας τις ανωτέρω κατηγορίες λειτουργών σε κινδύνους και ταλαιπωρία, ήταν επιβεβλημένη η διατύπωση αυτών των οδηγιών, προκειμένου να τεθεί ένας φραγμός σε αυτούς που, για οποιοδήποτε λόγο και με οποιαδήποτε πρόθεση, καταχρώνται τις δυνατότητες που δίνει ο νόμος και επιδιώκουν να εργαλειοποιήσουν την ποινική διαδικασία.
Οι πρακτικές αυτές, που λαμβάνουν μορφή προετοιμασμένων, οργανωμένων και ενορχηστρωμένων επιθέσεων, ιδίως με την εκδοχή της υποβολής μήνυσης για αυτόφωρο αδίκημα, δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από την έννομη τάξη. Η λειτουργία των δομών της πολιτείας δεν μπορεί να εξαρτάται από τις διαθέσεις κακόπιστων και ενίοτε κακόβουλων και αντικοινωνικών στοιχείων.
Δεν είναι έργο της ποινικής δικαιοσύνης να δώσει χώρο και βήμα για τη διατύπωση των καταφανώς αβάσιμων και ανεπίδεκτων εκτίμησης παραλογισμών που δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο. Η πολιτεία οφείλει να μην υποχωρήσει από τα όρια που θέτει ο νόμος και να καταστήσει σαφές ότι η ποινική λειτουργία και το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης δεν θα καταστούν δίαυλοι διακίνησης θεωριών του περιθωρίου ούτε όχημα προαγωγής της συνωμοσιολογίας.