Με προηγούμενα άρθρα επιχειρήσαμε να συμμετάσχουμε στη δημόσια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης και να συμβάλλουμε στην προσπάθεια συγκεκριμενοποίησης και εξειδίκευσης των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων στο χώρο της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν ώστε αυτές να είναι αποτελεσματικές.
Πέραν δε των θεμάτων, αφ’ ενός της βελτίωσης των υποδομών, αφ’ ετέρου της χρήσης νέων τεχνολογιών και εφαρμογών, προτείναμε, σε επίπεδο νομοθέτησης, δέκα παρεμβάσεις που εκτείνονται στο σύνολο των διαδικαστικών σταδίων, από την προδικασία μέχρι τα ένδικα μέσα.
Από αυτή τη δέσμη προτάσεων, έχει νομοθετηθεί η εισαγωγή του θεσμού της πιλοτικής δίκης στην πολιτική δίκη. Καθίσταται, συνεπώς, σαφές ότι η σχετική συζήτηση παραμένει συζήτηση και πολύ απέχει από την πράξη.
Στην επικαιρότητα των θεμάτων της Δικαιοσύνης έχει ήδη έλθει το σχέδιο του νέου Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, το οποίο διανεμήθηκε στις δικαστικές ενώσεις, προκειμένου να διατυπώσουν θέσεις επί των προβλέψεών του.
Είναι αληθές ότι ο βαθύτατα θεσμικός χαρακτήρας ενός νομοθετήματος αυτού του είδους αφήνει, εξ ορισμού, εκτός των ρυθμίσεών του μεγάλο αριθμό θεμάτων, ενώ για άλλα ζητήματα θεσπίζει διαδικασίες και εργαλεία για την αντιμετώπισή τους. Είναι εξ ίσου αληθές, όμως, ότι από το σημείο αυτό μέχρι τη θέσπιση διατάξεων με χαρακτήρα ευχολογίου ή ακόμη διατάξεων που γυρίζουν τομείς της δικαιοσύνης σε παλαιότερες δεκαετίες, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη.
Η τροποποίηση θεσμικού νομοθετήματος αυτού του βεληνεκούς συνιστά ευκαιρία για την εισαγωγή νέων θεσμών και αληθών μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν πρέπει να χαθεί.
Ειδικότερα, ξεκινώντας από αυτά που λείπουν από το σχέδιο, στο πεδίο του νομοθετήματος αυτού υπάγεται το ζήτημα της εισαγωγής του θεσμού των «senior judges», κατά το πρότυπο που ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ήτοι η για ορισμένο χρονικό διάστημα ή λόγω ιδιαίτερων συνθηκών ανάθεση καθηκόντων και ανάλογης χρέωσης υποθέσεων σε δικαστικούς λειτουργούς που έχουν αποχωρήσει λόγω συνταξιοδότησης.
Η αναγκαιότητα είναι προφανής, ιδίως εν όψει της επίσπευσης της εκδίκασης δεκάδων χιλιάδων υποθέσεων του Ν. 3869/2010 εντός των επομένων μηνών και του τεράστιου αριθμού των εκκρεμών ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής, η εκδίκαση των οποίων προσδιορίζεται για το έτος 2027 στο Πρωτοδικείο της Αθήνας.
Δεύτερο ζήτημα που μπορεί να είναι αντικείμενο νομοθέτησης είναι η εισαγωγή του θεσμού των επίκουρων δικαστών, κατά τα ήδη ισχύοντα στο ΑΕΔ και το ΣτΕ, οι οποίοι θα είναι επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα της πρώτης έρευνας σχετικά με τη βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και τη νομική τεκμηρίωσή του.
Με τον τρόπο αυτό αφ’ ενός θα επιταχυνθεί η επεξεργασία των υποθέσεων, αφ’ ετέρου οι επίκουροι δικαστές θα αποκτούν χρήσιμη εμπειρία για τη μελλοντική τους εξέλιξη.
Περαιτέρω, σχετικά με όσα υπάρχουν στο σχέδιο, είναι άνευ νοήματος και πρακτικής αξίας οι αναφορές στους κανονισμούς λειτουργίας των Δικαστηρίων και δη στο ζήτημα της ανά δικαστή χρέωσης των πολιτικών υποθέσεων. Είναι σαφές ότι εφόσον ακολουθείται το σύστημα του «πινακίου» για τον προσδιορισμό των πολιτικών υποθέσεων, τέτοιου περιεχομένου διατάξεις, είτε στον Οργανισμό των Δικαστηρίων είτε στους κανονισμούς των δικαστηρίων, δεν μπορούν να εφαρμοστούν.
Και για έναν επιπλέον λόγο: ουδείς δικαστής θα σκεπτόταν καν να αρνηθεί υπηρεσία επικαλούμενος ότι έχει ήδη χρεωθεί τον αριθμό των υποθέσεων που προβλέπει ο κανονισμός. Συνεπώς, πεδίον λαμπρόν ανοίγεται για αυτόν που θα επιχειρήσει την κατάργηση του συστήματος του «πινακίου» και την αντικατάστασή του από άλλο.
Τέλος, ιδιαίτερα αρνητική και αναχρονιστική κρίνεται η διάταξη του άρθρου 30 του σχεδίου, σύμφωνα με την οποία η θητεία του ανακριτή ορίζεται διετής με δυνατότητα ανανέωσής της για ένα έτος. Το έτος 2011, η θητεία του ανακριτή ορίστηκε τριετής με δυνατότητα ανανέωσης για δύο έτη, αντί διετής που ήταν μέχρι τότε.
Η αλλαγή αυτή κρίθηκε, ορθά, επιβεβλημένη για πολλούς λόγους, τα δε αποτελέσματα της εφαρμογής της ήταν εξαιρετικά, τόσο ως προς την μείωση των εκκρεμών ανακριτικών υποθέσεων, όσο και ως προς την εξειδίκευση και την απόκτηση εμπειρίας στο ανακριτικό έργο. Η διατήρηση της διάταξης αυτής του σχεδίου θα επαναφέρει μεσοπρόθεσμα το καθεστώς των μεγάλων εκκρεμοτήτων και καθυστερήσεων στην ανάκριση.
Αντ’ αυτού είναι προτιμητέα η αναδιάρθρωση του θεσμού της ανάκρισης και οργάνωσή της, τουλάχιστον στο Πρωτοδικείο της Αθήνας, υπό μορφή ενιαίου τμήματος, το οποίο θα είναι αρμόδιο για το σύνολο των ανακριτικών υποθέσεων, με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό της έρευνας και του ανακριτικού έργου, την αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων και τη βέλτιστη διαχείριση συναφών υποθέσεων. Αυτό θα συνιστούσε, όντως, πραγματική μεταρρύθμιση.
*Δημήτριος Β. Φούκας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Ανακριτής Ν. 4.022/2011, Μέλος Δ.Σ. Εν.Δ.Ε.