Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεγαλύτερη πληγή της Δικαιοσύνης γενικώς και της ελληνικής Δικαιοσύνης ειδικότερα είναι η καθυστέρηση. Η μεγάλη καθυστέρηση, πέραν ενός «διαστήματος λογικής» - διεθνώς το όριο του, και μόνο για πολύ περίπλοκες υποθέσεις, έχει τεθεί κοντά στα δύο χρόνια- και σίγουρα πριν το πρόβλημα που ζητείται να επιλυθεί δικαστικά, το «λύσει η ζωή» (θάνατος διαδίκου, αφυπηρέτηση δημοσίου υπαλλήλου, εξαφάνιση διεκδικούμενης περιουσίας κλπ), συνιστά, ούτε λίγο ούτε πολύ, αρνησιδικία: Αρνηση απόδοσης δικαιοσύνης από τα όργανα και τα πρόσωπα που οφείλουν να την αποδώσουν.
Η πρόσφατη απόλυση δικαστικής λειτουργού που «βρέθηκε» με μια... μικρή εκκρεμότητα 3.000 περίπου δικογραφιών, ενώ αγνοείται η τύχη επιπλέον 153 με τις οποίες επίσης είχε χρεωθεί, είναι ασφαλώς εξωφρενική: Σημαίνει, πέρα από όλα τα άλλα, ότι η συγκεκριμένη δικαστής συνέχιζε επί χρόνια να χρεώνεται υποθέσεις χωρίς να τις διεκπεραιώνει ή να εξετάζεται αν διεκπεραιώνει κάποιες εξ αυτών. Δεν είναι όμως η μόνη περίπτωση και, σε συνδυασμό με πολλές παρόμοιες, αναδεικνύει αρκετά από τα αίτια της παθογένειας.
Την ανάθεση υποθέσεων και τη μη παρακολούθηση της προόδου τους. Τον ατομικό και «χειροποίητο» χειρισμό, ιδίως σε μονομελή και επαρχιακά δικαστήρια. Την αδυναμία των διαδίκων να «χτυπήσουν» -θεσμικά- το «καμπανάκι» (πρέπει να περιμένετε, η κυρία δικαστής έχει μεγάλο φόρτο δουλειάς). Την ετερογένεια των υποθέσεων με τις οποίες χρεώνεται ένας δικαστής, και πάλι ιδίως στα «μικρά» δικαστήρια, που μπορεί να δημιουργεί σχεδόν αντικειμενική αδυναμία να τα «βγάλει πέρα». Την αναποτελεσματικότητα και -καθυστέρηση πάνω στην καθυστέρηση- αργοπορία του διοικητικού και πειθαρχικού ελέγχου των δικαστών.
Αν προσθέσουμε την αρκετά μυθοποιημένη αλλά υπαρκτή «δικομανία του Έλληνος», καθώς και την υστέρηση σε υποδομές (ακόμα υποθέσεις γράφονται στο χέρι και στο σπίτι, ή προκειμένου περί νησιών, στο πλοίο), έχουμε καθαρή την εικόνα του τι συμβαίνει στο εκτεταμένο πεδίο όπου, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, δεν φτάνει ή δεν αρκεί το επίσης μυθοποιημένο και εξίσου υπαρκτό ελληνικό φιλότιμο. Το αποτέλεσμα πάντως είναι γνωστό και διαρκές: Η χώρα μας ανήκει στις χειρότερες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από πλευράς χρόνου απονομής δικαιοσύνης και έχει πολλές καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της γι' αυτόν το λόγο.
Ούτε το τι μπορεί να γίνει είναι άγνωστο ή μυστικό ή άπιαστο. Η καλύτερη και πιο πρόσφατη ανάλυση παθογενειών και λύσεων βρίσκεται στον ευσύνοπτο τόμο που εξέδωσε η ΔιαΝεοσις για τη λειτουργία της ελληνικής δικαιοσύνης, με επιστημονική επιμέλεια, μεταξύ άλλων, του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Μ. Πικραμμένου. Το βασικό είναι, κατά τη γνώμη μου, η θέση δεσμευτικών, και όχι «ενδεικτικών», δηλαδή ανύπαρκτων, χρονικών περιορισμών για την εκδίκαση, αναλόγως του είδους της υπόθεσης, και η αυστηρή μέριμνα τήρησης τους από τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων.
Δραστικός περιορισμός των αναβολών και αναμόρφωση του ελέγχου είναι επίσης απαραίτητα. Πιο δομικά μέτρα, όπως η αναθεώρηση του «χάρτη των δικαστηρίων», η γενίκευση της «ηλεκτρονικής δίκης», όπου ταιριάζει με το είδος της υπόθεσης, και η εκπαίδευση των δικαστών και του συστήματος, ώστε να βάζουν γρήγορα τις υποθέσεις (εκείνες που πρέπει να μπουν) στο αρχείο ή να προτεραιοποιούν τις εκδικάσεις, αρχίζοντας από τις πιο απλές, είναι επίσης ώριμα και πρέπει να αρχίσουν να δοκιμάζονται.
Οι απολύσεις των ουσιαστικά επίορκων δικαστών με καθυστέρηση 3.000 υποθέσεων -οι οποίες «χάνονται» οριστικά- αποτελεί δίκαιη τιμωρία για τους παραβάτες αλλά όχι λύση για την απονομή δικαιοσύνης. Το Κράτος Δικαίου είναι κολοβό όταν χιλιάδες άνθρωποι δεν μπορούν να βρουν το δίκιο, ή το άδικό τους, κι όταν θεμελιώδεις θεσμοί χάνουν, εκ των έσω, την αξιοπιστία τους.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής