Η επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ιστορική. Η ομιλία του πρωθυπουργού στα δύο σώματα του Κογκρέσου είναι μια τιμή που επιφυλάσσεται σε λίγους ξένους ηγέτες. Τα παρατεταμένα χειροκροτήματα των 535 μελών της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν καταδεικνύουν μόνο το υψηλό επίπεδο των διμερών σχέσεων, αλλά και τη γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδα στους αμερικανικούς σχεδιασμούς.
Δεν χρειάζονται όμως ούτε θριαμβολογίες ούτε υπεραισιόδοξες προσεγγίσεις. Αυτό που προέχει είναι να γίνει μια αντικειμενική αποτίμηση της επίσκεψης για να ξέρουμε που βαδίζουμε. Υπάρχουν τρεις θετικές εξελίξεις που πρέπει να επισημανθούν:
Πρώτον, η κυβέρνηση φαίνεται να πετυχαίνει την προμήθεια του μαχητικού 5ης γενιάς F-35 με κάποιους ευνοϊκούς όρους. Πρόκειται για ένα μαχητικό που θα δώσει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στην Πολεμική Αεροπορία που σηκώνει το μεγαλύτερο μέρος της αντιπαράθεσης μας με την Τουρκία. Η απόκτηση του συγκεκριμένου αεροσκάφους, σε συνδυασμό με τα εκσυγχρονισμένα F-16 και τα Rafale, θα διαμορφώσει τις συνθήκες για την ελληνική αεροπορική κυριαρχία στο Αιγαίο.
Δεύτερον, η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως ένας σημαντικός πυλώνας σταθερότητας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Σε μια εποχή που η Άγκυρα παίζει τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου, η Αθήνα αντιμετωπίζεται ως ένας αξιόπιστος σύμμαχος που συνεισφέρει αγόγγυστα στην υπεράσπιση της Ουκρανίας. Η αρχή της διατήρησης των υφιστάμενων συνόρων επανέρχεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ, με ότι θετικό αυτό συνεπάγεται για την ελληνική ασφάλεια.
Τρίτον, η χώρα μας αναγνωρίζεται ως σημαντικός κόμβος διοχέτευσης φυσικού αερίου και μελλοντικά ηλεκτρικής ενέργειας προς την Ανατολική Ευρώπη. Με συγκεκριμένα έργα και κινήσεις, η Ελλάδα γίνεται αυτό που μέχρι πρότινος φάνταζε σχεδόν απίθανο: ένας πολύ σημαντικός παίκτης στην ενεργειακή σκακιέρα, όπου υπάρχει ταύτιση των ελληνικών συμφερόντων με εκείνα των ΗΠΑ, της ΕΕ και σημαντικών μεσογειακών χωρών (π.χ. Αίγυπτος, Ισραήλ).
Ωστόσο, υπάρχει μια αρνητική διαπίστωση που δημιουργεί προβληματισμό σχετικά με τις προθέσεις της αμερικανικής πλευράς. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι ξεκάθαρο ότι επιδιώκει την επιστροφή της ερντογανικής Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο. Έτσι και αλλιώς, η γραφειοκρατία του Στέητ Ντιπάρτμεντ ποτέ δεν σταμάτησε να ελπίζει ότι η κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι παροδική και μπορεί να ξεπεραστεί κάποια στιγμή.
Το τουρκικό βέτο για τις δύο σκανδιναβικές χώρες μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα εσωστρέφειας μέσα στην Ατλαντική Συμμαχία. Την ώρα που η Μόσχα απεργάζεται σχέδια για τη διάσπαση του ευρωπαϊκού αντιρωσικού μετώπου, η Ουάσινγκτον ίσως πέσει στην παγίδα να δώσει «ανταλλάγματα» στην τουρκική πλευρά.
Τίποτα, λοιπόν, δεν είναι δεδομένο για την ελληνική πλευρά. Χρειάζεται σκληρή και συστηματική προσπάθεια για να αυξηθεί η επιρροή της Ελλάδας στα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ουάσινγκτον. Είναι φανερό ότι έχουμε πολλούς φίλους στην αμερικανική πρωτεύουσα, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό.
*Ο Μάνος Καραγιάννης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο King?s College London και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας