Πολλοί δυσκολεύονται να διαβάσουν τις δημοσκοπήσεις και να καταλάβουν τι δείχνουν. Συνήθως είναι οι ίδιοι που έτσι κι αλλιώς αμφισβητούν αρχικά τα ευρήματα. Όπως τον Σεπτέμβριο, που προανήγγειλαν ότι περίπου η κυβέρνηση πέφτει. Σε πάνω από είκοσι δημοσκοπήσεις όλων των γνωστών εταιρειών από τις 28 Ιουλίου έως και χθες, 21 Νοεμβρίου, φαίνεται ότι η κυβέρνηση έχει υποστεί φθορές, αλλά ο μέσος όρος της διαφοράς ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ κυμαίνεται κατά μέσο όρο από 11,5% έως 12%. Δεν το λες και κυβέρνηση σε αποδρομή!
Τώρα πάλι λόγω της έξαρσης του κορονοϊού και της ακρίβειας προαναγγέλλονται, ή κάποιοι το βλέπουν ακόμα και από τις δημοσκοπήσεις, ότι επέρχονται καταλυτικές ανακατατάξεις, αναδιατάξεις, αλλαγές συσχετισμών. Τέσσερις έρευνες της τελευταίας εβδομάδας δεν δείχνουν όμως κάτι τέτοιο. Η κυβέρνηση υφίσταται πάλι φθορές σε σχέση με τις μετρήσεις του Οκτωβρίου στις οποίες εμφανιζόταν μια ανάκαμψή της σε σχέση με τις πρώτες μετακαλοκαιρινές δημοσκοπήσεις.
Ακόμα και σύμφωνα με την έρευνα της Metron Analysis που τα ευρήματά της στην πρόθεση ψήφου ήταν για τη ΝΔ 28% και για τον ΣΥΡΙΖΑ 18,3% (διαφορά 9.8%), σύμφωνα με την επεξεργασία του πιο έγκυρου δημοσκοπικού site στην Ευρώπη, Europe Elects, η εκτίμηση ψήφου διαμορφωνόταν για τη ΝΔ στο 36.9% και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 24,1% (διαφορά 12%). Οι επόμενες δύο έρευνες της MARC και της MRB, έδιναν τη ΝΔ στο 34% και 32,3% αντίστοιχα και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 21,5% και 22,5%, δηλαδή διαφορές 12,5% και 9,8%. Στην εκτίμηση δε ψήφου της δεύτερης, η διαφορά έφτανε στο 11,6%.
Συμπέρασμα; Μπορεί να έβαλαν δημοσκοπήσεις να τις συζητάει Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, μπορεί η κυβέρνηση να συγκεντρώνει αμφισβητήσεις και φθορά, αλλά το «μεταπολιτευτικό παράδοξο» συνεχίζει να ισχύει. Βρισκόμαστε στο 60% της θητείας της κυβέρνησης και ακόμα και στη χειρότερη δυνατή δημοσκόπηση γι' αυτή, η διαφορά συνεχίζει να είναι σταθερά μεγαλύτερη από αυτή των εκλογών του 2019. Ακόμα και σύμφωνα με τις Εκλογικές Τάσεις Νοεμβρίου που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζά, το Ινστιτούτο δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ η διαφορά βρίσκεται στην πρόθεση ψήφου στο 8% (30,8% ΝΔ, 22,8% ΣΥΡΙΖΑ). Κατά μέσο όρο δε επί του συνόλου των δημοσκοπήσεων, η διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ είναι διψήφια.
Βλέπουμε δηλαδή ένα εναμισοκομματισμό ή για άλλους ένα «καχεκτικό δικομματισμό». Εν ολίγοις, βρισκόμαστε μάλλον πιο κοντά σε μια πραγματικότητα επικυριαρχίας ενός κόμματος και ύπαρξης ενός δεύτερου που βρίσκεται απομακρυσμένο από τη δυνατότητα να κερδίσει εκλογές, παρά σε μια πορεία εδραίωσης έστω ενός πραγματικού δικομματισμού. Στην Πολιτική ποτέ μη λες ποτέ. Ωστόσο, αυτό αφορά στο μέλλον. Προς το παρόν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να απέχει απελπιστικά πολύ από τη ΝΔ, όπως και το ΚΙΝΑΛ από το ΣΥΡΙΖΑ. Όπως και να το δεις, αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να στηρίξει καμία εκτίμηση περί ανατροπών και εκρηκτικών ανακατατάξεων. Κάθε τέτοια εκτίμηση μοιάζει αυτή την ώρα με φαντασίωση.
Είναι λογικό αυτό. Γιατί για να έχεις ανατροπή στους συσχετισμούς δεν αρκούν οι φθορές μιας κυβέρνησης. Απαιτείται και μια νέα μεταρρυθμιστική επαγγελία και αυτή δεν υπάρχει. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε από το ΣΥΡΙΖΑ μια επανεφεύρεση του εαυτού του που δείχνει μέχρι στιγμή να είναι αδύνατη. Θα μπορούσε πάλι να αλλάξει το παιχνίδι αν το ΚΙΝΑΛ έβρισκε τον ηγέτη με την εμβέλεια στην ευρύτερη κοινή γνώμη που απαιτείται σε τέτοιες περιστάσεις και προέβαλε ένα συνολικό πατριωτικό, μεταρρυθμιστικό, προοδευτικό αφήγημα ξεπερνώντας το ήξεις αφήξεις και τον πολιτικό μετεωρισμό. Και πάλι όμως ακόμα και στην καλύτερη για το ΚΙΝΑΛ περίπτωση, αυτό θα σήμαινε για το επόμενο διάστημα μια πιο ευνοϊκή για αυτό ανακατανομή δυνάμεων σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ.
Τι γίνεται όμως με το ΚΙΝΑΛ; Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του δίνουν μια αύξηση στην πρόθεση ψήφου της τάξης του 2% - 2,5%. Ωστόσο, σ' αυτά τα ευρήματα είναι εμφανής η επίδραση του συγκινησιακού κλίματος από την απώλεια της Φώφης Γεννηματά, αλλά και το αποτέλεσμα της τεράστιας κινητοποίησης έξι υποψηφίων σ' όλη της Ελλάδα που δεν υπήρχε από το ΚΙΝΑΛ ούτε στις Βουλευτικές εκλογές.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο. Σήμερα πολλοί δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν ΚΙΝΑΛ, έχοντας ο καθένας κάποιον από τους έξι υποψήφιους. Άραγε θα δηλώνουν το ίδιο και στις 13 Δεκεμβρίου, όταν θα υπάρχει πια ένας πρόεδρος; Πρόκειται για κρίσιμο ερώτημα που την απάντησή του θα τη δούμε σε πρώτη φάση στις μετρήσεις τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η σημερινή δημοσκοπική αύξηση του ΚΙΝΑΛ είναι μεν ελπιδοφόρα γι αυτό, μοιάζει όμως περισσότερο με προσδοκία, με ευκαιρία, με ζητούμενο, με στοίχημα, παρά με δεδομένη αφετηρία για τη νέα ηγεσία.
Αυτή είναι η κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό σήμερα. Η προαναγγελία ανατροπών δείχνει να είναι ευχή ή και ευφυολόγημα, παρά πραγματικότητα. Κάθε άλλη εκτίμηση βρίσκεται εκτός Ελληνικής πραγματικότητας αυτή τη στιγμή, με βάση πάντα τις δημοσκοπήσεις, τη νηφάλια ανάλυση των ευρημάτων τους.
* Ο Ζαχαρίας Ζούπης είναι υπεύθυνος ερευνών της Opinion Poll