Το μήνυμα για περαιτέρω αναβάθμιση των ήδη ισχυρών σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ, εξέφρασε ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Geoffrey Pyatt, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Ινστιτούτο για τη Μεσόγειο, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO). «Βρισκόμαστε σε μια στιγμή σήμερα, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, που μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πώς να πάμε τη σημερινή στενή σχέση σε ένα εντελώς νέο επίπεδο. Θεωρώ αυτό ότι είναι το καθήκον της ομάδας μου στην πρεσβεία, και ενθαρρύνομαι, ότι αυτό είναι πολύ συνεπές με τα μηνύματα που ακούμε σήμερα από την κυβέρνηση» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Pyatt.
Κατά την ομιλία του, ο πρέσβης των ΗΠΑ σκιαγράφησε τους μακροχρόνιους δεσμούς μεταξύ των δύο λαών και των δύο χωρών, που ανάγονται στην ίδρυση τόσο της σύγχρονης Ελλάδας όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως είπε, και στηρίζονται σε κοινές δημοκρατικές αξίες και σε κοινά συμφέροντα ασφάλειας και οικονομικοπολιτικά. Οι αξίες εκείνες συνεχίζουν να μας ενώνουν, τόνισε και σημείωσε πως σήμερα οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται σε θετική πορεία με ευκαιρίες και για τις δύο χώρες. Αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα, προσέθεσε, από τον αντιπρόεδρο Πενς, τον Πρόεδρο Τραμπ, και φυσικά από την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ.
Επίσης, ο πρέσβης των ΗΠΑ εξέφρασε την πεποίθηση πως το 2018 θα μπορούσε να είναι έτος καμπής για την ελληνική οικονομία και επανέλαβε τη δέσμευση του Προέδρου των ΗΠΑ κατά την επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην Ουάσιγκτον, να στηρίξει την Ελλάδα σε ό,τι αφορά την αύξηση των επενδύσεων και της οικονομικής εταιρικής σχέσης. «Μπορώ να σας πω ότι έρχονται σε μένα περισσότεροι Αμερικανοί επενδυτές τώρα από οποιονδήποτε άλλο μήνα στην αρχή της θητείας μου εδώ. Οι Αμερικανοί επενδυτές ξανακοιτούν την Ελλάδα. Υπάρχει μια αίσθηση ότι άνοιξε ένα παράθυρο, αλλά εναπόκειται στην κυβέρνηση να στηρίξει το ενθαρρυντικό μήνυμα που μετέδωσε ο πρωθυπουργός Τσίπρας όταν βρέθηκε στην Ουάσινγκτον. Ειδικότερα, όσον αφορά τη δέσμευσή του να καλωσορίσει τις επενδύσεις των ΗΠΑ, δημιουργώντας ένα επενδυτικό περιβάλλον που επιτρέπει την προβλεψιμότητα και επιτρέπει την οικονομική ανάπτυξη» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στην κατεύθυνση αυτή, εξέφρασε και την προσωπική του βούληση να στηρίξει και να ενθαρρύνει περισσότερες αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και οικονομικής ανάπτυξης. «Είμαι επίσης βαθιά προσηλωμένος στο να κάνω ό, τι μπορώ για να βοηθήσω στη διατήρηση της επιχειρηματικότητας εδώ. Παρ όλες τις προκλήσεις, είμαι συνεχώς εντυπωσιασμένος από την κουλτούρα των νεοφυών επιχειρήσεων που βλέπω εδώ. Νομίζω ότι είναι μία από τις σπουδαίες επιτυχημένες ιστορίες επιτυχίας της Ελλάδας, είναι αυτό που συμβαίνει όσον αφορά την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία. Το έχω δει στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη. Προσπάθησα να κάνω, από την πλευρά της πρεσβείας, όσα περισσότερα μπορούμε από την άποψη δημιουργίας ευκαιριών» σημείωσε. Υπό το πρίσμα αυτό, είπε πως η βασισμένη στη γνώση οικονομία θα αποτελέσει ένα μεγάλο μέρος για το μέλλον της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης. «Μπορείτε να βασιστείτε στις Ηνωμένες Πολιτείες για εταιρική σχέση για την ανάπτυξη αυτής της οικονομίας» διαμήνυσε.
Στη συνέχεια ο κ. Pyatt τόνισε πως νομικά οι δύο χώρες είναι δεσμευμένες να υπερασπίζεται η μία την άλλη ως μέλη του ΝΑΤΟ. Σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτήρισε ιδιαίτερα σημαντική τη γεωστρατηγική θέση της χώρας μας και υπογράμμισε πως η Ελλάδα είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός εταίρος του ΝΑΤΟ, κάνοντας ειδική μνεία στη βάση της Σούδας. «Η παρουσία μας εκεί ενσωματώνει μια στενή και συνεχή συνεργασία μεταξύ των στρατευμάτων μας» συμπλήρωσε και υπογράμμισε την αποφασιστικότητά του να στηρίξει την ισχυρή στρατιωτική σχέση μεταξύ των δύο χωρών.
Επιπλέον, ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην ελληνοαμερικανική κοινότητα, σημειώνοντας πως βρίσκει τους δεσμούς αυτούς, όπου ταξιδεύει στην Ελλάδα.
Τέλος, δήλωσε περήφανος για την προγραμματική συνεργασία της πρεσβείας με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Δημόσιου Δικαίου.
Την εκδήλωση παρακολούθησαν πρεσβευτές και διπλωμάτες ξένων χωρών στην Αθήνα, Έλληνες διπλωμάτες, καθηγητές πανεπιστημίων, διεθνολόγοι και φοιτητές ΑΕΙ Διεθνών Σχέσεων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ