Του Σταύρου Κωνσταντινίδη*
Αν τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή, για μένα φέτος δεν υπήρχε οικογένεια. Σε ένα συμπτωματικό παιχνίδι της τύχης, όλα τα μέλη είχαν κάποιες δεσμεύσεις που ούτε μπορούσαν να αλλάξουν ούτε μπορούσα να ακολουθήσω. Μικρό το κακό. Αλλοι τέτοιες μέρες και όλο τον χρόνο είναι πάντα μόνοι. Δεν είχα κανονίσει κάτι γιατί μέχρι την προηγούμενη της παραμονής με πίεζαν κάποιες τελευταίες επαγγελματικές εκκρεμότητες. Είναι ο διάβολος του ελεύθερου επαγγέλματος. Κατάλαβα πως θα ήμουν μόνος είτε μένοντας στο σπίτι, πράγμα που αποφεύγω πάντα, είτε θα αναγκαζόμουν να περιπλανηθώ στους δρόμους, αλλά με τη γνωστή ερημιά των Χριστουγέννων και τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά είναι και αυτό δύσκολο. Σε μια πόλη με άδειους δρόμους και τα σπίτια γεμάτα, είναι λίγο άκομψο να κόβεις βόλτες στα πεζοδρόμια. Τουλάχιστον μέχρι το απόγευμα, γιατί το βραδάκι η πόλη αρχίζει και βουίζει πάλι. Οσοι είχαμε μείνει μόνοι θα συναντιόμασταν ακόμη και τυχαία στα μπαράκια του κέντρου. Αν δεν υπάρχει ένα κεντρικό γεγονός, ένα τραπέζι, ένα κάλεσμα, η μέρα των Χριστουγέννων δεν περνάει εύκολα. Επρεπε να κάνω έναν στοιχειώδη προγραμματισμό. Ξύπνησα νωρίς το πρωί, όπως κάθε μέρα. Συντόνισα το ραδιόφωνο στο Τρίτο Πρόγραμμα, με ωραίες κλασικές μουσικές στο πνεύμα των Χριστουγέννων.
Από τον «Καρυοθραύστη» του Τσαϊκόφσκι σε αγαπημένες μελωδίες με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο, τον Λουτσιάνο Παβαρότι, τον Χοσέ Καρέρας.
Βγήκα στο μπαλκόνι, κοίταξα τον καιρό. Η ατμόσφαιρα ήταν γκριζωπή, το κρύο τσουχτερό αλλά ανεκτό και ένας καθαρός γαλάζιος ουρανός προμήνυε μια ωραία χειμωνιάτικη λιακάδα. Θυμήθηκα το περίφημο βιβλίο του Αλέν ντε Μποτόν «Η τέχνη του ταξιδιού», ένα υπέροχο φιλοσοφικό, ψυχολογικό, σημειολογικό δοκίμιο για τα ταξίδια. Αυτό ήταν. Σκέφτηκα να σπάσω την ημέρα με ένα ταξίδι. Θα ανέβαινα Θεσσαλονίκη ακριβώς στη μέση της ημέρας γύρω στις 3, όταν όλη η Ελλάδα θα ήταν στρωμένη στα τραπέζια. Ετσι κάλυπτα την αμηχανία του μεσημεριανού γεύματος, αλλά ήδη είχα προσδώσει στην ημέρα μία ελάχιστη δράση. Μισή στην Αθήνα και μισή στη Θεσσαλονίκη. Θα ξεκινούσα με μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Μπήκα στη Σκουφά και κατηφόρισα στα Εξάρχεια. Ησυχία και ηρεμία ίδια και εκεί. Τα Χριστούγεννα έχουν καθολική επίδραση, ακόμη και η επαναστατική γυμναστική καταλαγιάζει. Στην πλατεία παρατήρησα τα ίχνη των καμένων δένδρων και περιεργάστηκα για λίγο την ιδιοκατασκευή με το Α της αναρχίας εν είδει αντιδραστικής απάντησης στο χριστουγεννιάτικο δένδρο που επιχείρησε να τοποθετήσει ο Δήμος. Δίπλα στη «Ροζαλία» είχε κίνηση. Ταψιά με γαλοπούλες ετοιμάζονταν και μεταφέρονταν πέρα δώθε για να μπουν στους φούρνους.
Στην Μπενάκη, σε ένα μικρό εναλλακτικό καφενείο μια παρέα Κρητικών είχε στρωθεί πρωί πρωί στις ρακές. Κατέβηκα τη Θεμιστοκλέους και από εκεί κατευθύνθηκα στη Σταδίου. Οι δέκα μόνιμοι άστεγοι με τα αυτοσχέδια κρεβάτια τους ήταν στη θέση τους κάτω από τα υπόστεγα των κτιρίων. Στο Σύνταγμα οι τουρίστες είχαν βγει πέριξ της πλατείας. Κάθισα στη στοά Σπυρομήλιου, που προσφέρει ίσως την πιο ευρωπαϊκή αύρα στο κέντρο της πόλης. Στο εμβληματικό αυτό κτίριο του πρώην Μετοχικού Ταμείου Στρατού είχε εγκατασταθεί η γερμανική διοίκηση της Γκεστάπο στην Κατοχή, όπως μας τα μεταφέρει με υπέροχες σκηνές ο Πάνος Αμυράς στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Τα λύτρα». Λίγοι θα το ξέρουν. Εκεί που φοβόμουν πως θα περάσει η μέρα, ήδη με πίεζε σιγά σιγά ο χρόνος για το αεροδρόμιο. Πετούσα στις 15.15. Πήρα τηλέφωνο το κυρ Βασίλη να με πάει με το ταξί. Στο αεροδρόμιο τίποτα δεν θύμιζε Χριστούγεννα.
Μια κανονική ημέρα με ταξιδιώτες να πηγαινοέρχονται. Είχα πάρει μαζί μου το νέο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Casa Μπιάφρα», για τα χρόνια της αποστασίας του '65 και τον «μαγικό» κόσμο του περιθωρίου με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Θα ήταν ωραίο να το ολοκληρώσω στην πόλη όπου διαδραματίζεται. Το ταξί της Θεσσαλονίκης ζήτησα να με αφήσει στο ύψος του Μεγάρου Μουσικής ώστε μέσω της γοητευτικής νέας παραλίας παράλληλα στη θάλασσα να περπατήσω προς το κέντρο ροκανίζοντας και άλλο τον χρόνο. Ηδη όμως είχε μεσολαβήσει το αεροπορικό ταξίδι, βρισκόμουν σε μια άλλη πόλη και η μέρα μού φαινόταν γεμάτη. Καθώς προχωρούσα στο ύψος του Μακεδονία Παλλάς, χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν η φίλη μου η Κατερίνα. Με ρώτησε αν ήμουν Θεσσαλονίκη και αν ήθελα να πάω στο γνωστό χριστουγεννιάτικο γεύμα που διοργανώνει κάθε χρόνο. Το είχα ξεχάσει αυτό, αλλά ίσως η ασυνείδητη μνήμη είναι πάντα πανούργα. Η Κατερίνα, άνθρωπος φιλότεχνος, με αστική καταγωγή έχει ένα υπέροχο μεγάλο loft στην οδό Σαλαμίνος στα Λαδάδικα, με θέα όλο το λιμάνι και τη δυτική πλευρά του Θερμαϊκού. Η ανακαίνιση που είχε κάνει από τη δεκαετία του '90 στο παλιό βιοτεχνικό κτίριο ήταν πρωτοποριακή. Η Κατερίνα κάθε χρόνο από τότε διοργάνωνε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο τραπέζι για όλους τους φίλους της, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ήταν μόνοι τους. Μποέμ από ιδιοσυγκρασία, πρόσφατα χωρισμένοι, άνθρωποι που έχασαν τον δικό τους, κάποιοι που κατέρρευσαν επιχειρηματικά και έπεσαν από τα μεγάλα στα μικρά. Μαζεύοντάς τους όλους, δημιουργούσε την πιο στοργική, ευαίσθητη και λαμπερή παρέα.
Οι γιορτές αυτές έχουν μείνει στην ιστορία της πόλης. Συνέχισα πεζός μέχρι την άλλη άκρη της παραλίας προς το λιμάνι. Και φέτος το χριστουγεννιάτικο αυτό τραπέζι ήταν ιδιαίτερο. Ωραία Jazz μουσική, εκλεκτά κρασιά, λιτά και νόστιμα φαγητά, πορσελάνινα σκεύη, ασημένια μαχαιροπίρουνα της παλιάς εποχής. Ανθρωποι μόνοι, αλλά γοητευτικοί. Ο Θερμαϊκός πλημμύριζε μέσα από τις τζαμαρίες ολόκληρο το διαμέρισμα. Είχαν μαζευτεί περίπου 30-35 άτομα. Οι περισσότεροι φίλοι από παλιά. Πολλές συζητήσεις επί παντός επιστητού. Εμαθα τα τελευταία νέα της Θεσσαλονίκης από πρώτο χέρι. Μου φαινόταν ότι ήδη είχαν περάσει 2-3 μέρες από το αμήχανο πρωινό ξύπνημα της Αθήνας. Το βράδυ αποφασίσαμε να κλείσουμε πηγαίνοντας να ακούσουμε τον αγαπημένο μας φίλο, Θεσσαλονικιό τραγουδιστή, Παναγιώτη Καραδημήτρη, στην μπουάτ «Μαρκίζα» στην Τούμπα. Ο Καραδημήτρης μαζί με την υπέροχη Σοφία Γεωργατζή μάς ταξίδεψε σε νοσταλγικές ελληνικές μελωδίες. Ο Παναγιώτης μού εξομολογήθηκε ότι ήταν και αυτός μόνος φέτος τα Χριστούγεννα, και τον έσωζε η βραδινή εμφάνιση στο πάλκο.
«Ο Παναγιώτης Καραδημήτρης είναι άνθρωπος που αιωρείται στη ζωή μεταξύ συγκίνησης και χαράς. Συγκινείται και συγκινεί όταν ερμηνεύει, και εκφράζεται με τη γλυκιά προσήνεια της χαμογελαστής καρδιάς του, όταν ζει εκτός μικροφώνου. Στην πραγματικότητα, για τον ίδιο συντελείται συνεχώς αυτή η διπλή συνύφανση. Η τέχνη του είναι η ζωή του και το αντίστροφο. Και τα δύο συμβαίνουν αδιαίρετα τις ίδιες ακριβώς στιγμές» έγραψα πρόσφατα στην παρουσίαση του δίσκου του με την επανερμηνεία του «Επιτάφιου» του Μίκη Θεοδωράκη.
ΒΒ