Δύο ήταν συνήθως τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών της απλής αναλογικής: Η ακριβής καταγραφή των τάσεων του εκλογικού σώματος και η αποτροπή της πόλωσης που οδηγεί συχνά σε δοκιμασία των πολιτικών θεσμών. Στην πραγματικότητα οι «ευγενείς» αυτές επιδιώξεις υπέκρυπταν πολιτικούς υπολογισμούς. Η απλή αναλογική υποστηρίχθηκε πάγια από την κομμουνιστική αριστερά καθώς αυτή επεδίωκε να ρυθμίζει έτσι τις πολιτικές εξελίξεις.
Πράγματι, το ΚΚΕ κατέστη για πρώτη φορά ρυθμιστής με το σύμφωνο Σοφούλη Σκλάβαινα, το 1936, όταν με δεκαπέντε έδρες υποστήριξε την εκλογή του αρχηγού των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη ως προέδρου της Βουλής, καθώς καμία από τις παρατάξεις του Μεσοπολέμου, ο βενιζελισμός και ο αντιβενιζελισμός, δεν είχε εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία. Πέραν αυτού, η απλή αναλογική υποστηρίχθηκε από αυτούς που αντιλαμβάνονταν ότι επρόκειτο να ηττηθούν στις εκλογές και αποβλέπουν έτσι στην αποτροπή της επικράτησης των αντιπάλων τους.
Αυτό συνέβη το 1932, όταν ο Βενιζέλος, μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αντιλαμβανόταν ότι θα ηττηθεί, και το 1989, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου συναισθανόταν τις πολιτικές συνέπειες του σκανδάλου Κοσκωτά. Άλλη περίπτωση προσφυγής στην απλή αναλογική ανέκυψε την επαύριον ισχυρών πολιτικών κρίσεων και κοινωνικών κλονισμών, οπότε όλοι οι ενδιαφερόμενοι παράγοντες απέβλεπαν σε μια στοιχειώδη εξομάλυνση ή στην αποτροπή οδυνηρών εκπλήξεων.
Αυτό συνέβη το 1926, μετά την ανατροπή της δικτατορίας Παγκάλου, το 1936, μετά το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου και την παλινόρθωση της μοναρχίας, το 1946, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, και το 1950, μετά το τέλος του εμφυλίου.
Από όλες αυτές, η μόνη περίπτωση που μπορεί να υποτεθεί ότι η απλή αναλογική ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες ήταν η οικουμενική κυβέρνηση η οποία πέτυχε το 1927 την ψήφιση του συντάγματος και η διάδοχός της κυβέρνηση συνεργασίας που πέτυχε τη νομισματική σταθεροποίηση και διεθνή δάνεια για την ολοκλήρωση της αποκατάστασης των προσφύγων. Όλες οι άλλες περιπτώσεις εφαρμογής της απλής αναλογικής δεν συνδέονται με κάποιο θετικό έργο μακράς διαρκείας.
Η Βουλή του 1936 αποδείχθηκε ανίκανη να δώσει κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Αντίθετα, έδωσε πεντάμηνη νομοθετική εξουσιοδότηση στον Ιωάννη Μεταξά ο οποίος την αξιοποίησε για να επιβάλει τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Το 1946 το ΚΚΕ δεν αξιοποίησε την απλή αναλογική, προτίμησε την αποχή και τον ανταρτοπόλεμο που εξελίχθηκε σε γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο. Ο κατακερματισμός της Βουλής του 1950 και η εξ αυτού κυβερνητική αστάθεια ήταν τέτοιας έκτασης, ώστε να καταστεί περίπου αναπότρεπτη η καθιέρωση συστήματος ενισχυμένης αναλογικής το 1951 και εν συνεχεία του πλειοψηφικού για τις εκλογές του 1952.
Η εφαρμογή εξάλλου της απλής αναλογικής το 1989-90 είχε ως συνέπεια τη διεξαγωγή τριών αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων σε διάστημα δέκα μηνών, καθώς το κόμμα της σχετικής πλειοψηφίας, η Νέα Δημοκρατία, με ποσοστά 46-47% δεν ήταν σε θέση να αναδείξει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το αποτέλεσμα ήταν μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας - Αριστεράς με μόνη αποστολή την εκκίνηση της διαδικασίας εκδίκασης των σκανδάλων της δεκαετίας του ’80, μια εμφανώς δυσλειτουργική οικουμενική κυβέρνηση το 1989-90 και την υποθήκευση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας το 1990-93, καθώς αυτή βασιζόταν σε οριακή πλειοψηφία. Συνέπεια ήταν η ελλιπής εφαρμογή του προγράμματος σταθεροποίησης της οικονομίας, καθώς και η αδυναμία διαχείρισης θεμάτων εξωτερικής πολιτικής όπως το μακεδονικό.
Η εφαρμογή συνεπώς της αναλογικής έχει αναδείξει θεμελιώδη μειονεκτήματα, τη ροπή στον κατακερματισμό και την ακυβερνησία. Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις ή αυτές που είχαν ισχυρή ηγεσία ήταν πάντοτε επιτυχημένες. Το αντίθετο. Μπορεί επίσης να διακρίνει σ’ αυτές τις αρνητικές πλευρές του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, συγκέντρωση εξουσίας και πελατειακές πρακτικές.
Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι όσες κυβερνήσεις είχαν θετικό απολογισμό, διέθεταν συνοχή, στηρίζονταν στην ενοποίηση συγγενών πολιτικών δυνάμεων και διευθύνονταν από ισχυρούς ηγέτες, όπως ήταν ο Βενιζέλος και οι Φιλελεύθεροι το 1910-15 και το 1928-32, ο Καραμανλής και η ΕΡΕ το 1955-63 και η Νέα Δημοκρατία το 1974-80.
Αυτές οι κυβερνήσεις δεν προέκυψαν μετά από εφαρμογή της απλής αναλογικής αλλά από το πλειοψηφικό ή την ενισχυμένη αναλογική και παραλλαγές τους. Η ισχυρή κοινοβουλευτική βάση πρόσφερε και τη δυνατότητα να αντισταθμιστούν οι δυσχέρειες που προέκυπταν από τις αδύναμες κρατικές δομές, ιδίως τη δημόσια διοίκηση.
Επίσης, η ανάδειξη ενός ισχυρού πόλου στο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, της Ένωσης Κέντρου αρχικά, στη δεκαετία του’60, ιδίως όμως του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του’70, το οποίο και σχημάτισε μακροχρόνιες κυβερνήσεις υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1981-89 και 1993-96, και τον Κώστα Σημίτη το 1996-2004, ήταν συνέπεια, μεταξύ άλλων, και του ότι η συνεπής εφαρμογή της ενισχυμένης αναλογική δημιουργούσε την ανάγκη συσπείρωσης συγγενών δυνάμεων οι οποίες σε άλλη περίπτωση θα ήταν πολυδιασπασμένες.
Το γεγονός αυτό έδινε σχήμα στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι, προσέφερε επιλογές και εναλλακτικές στον ψηφοφόρο, ο οποίος, αν και δεν είχε πάντοτε να επιλέξει μεταξύ σαφών προγραμμάτων, αντιλαμβανόταν ότι είχε τη δυνατότητα να εκλέξει την κυβέρνησή του χωρίς να εικάζει για πιθανούς κυβερνητικούς συνασπισμούς.
* Ο Σωτήρης Ριζάς είναι Διευθυντής ερευνών, Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών