Μετά από 52 χρόνια ένοπλης σύγκρουσης στην Κολομβία και μια σειρά προσπαθειών για μια συμβιβαστική λύση κατόπιν διαπραγματεύσεων, επετεύχθη συμφωνία ειρήνης μεταξύ της κυβέρνησης της Κολομβίας και των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC). Ωστόσο, όταν τέθηκε σε δημοψήφισμα, η συμφωνία απορρίφθηκε με μικρή διαφορά από το κολομβιανό εκλογικό σώμα.
Ο Simon Bolivar έλεγε πως "για να γίνει κάτι σωστά πρέπει να γίνει δύο φορές, καθώς την πρώτη φορά μαθαίνεις για τη δεύτερη". Έτσι έγινε και με το κολομβιανό δημοψήφισμα.
Για την απόρριψη της συμφωνίας μπορούν να δοθούν πολλές εξηγήσεις, αλλά για πολλούς αιτία ήταν η αδυναμία απόδοσης δικαιοσύνης. Επίσης, η εγγύτητα ή μη στις ένοπλες συγκρούσεις έπαιξε κρίσιμο ρόλο και αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον αστικό πληθυσμό που απείχε σε μεγάλο βαθμό από το αντάρτικο, σε αντίθεση με τις περιοχές της περιφέρειας που βρίσκονταν στην καρδιά του πολέμου. Ουσιαστικά, όσο πιο κοντά βρισκόταν μια περιοχή στις συγκρούσεις, τόσο πιο πιθανό ήταν οι κάτοικοί της να στηρίξουν την ειρηνευτική συμφωνία.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο του δημοψηφίσματος είναι το ποσοστό αποχής που άγγιξε το 62,57%, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού επέκρινε τη συμφωνία θεωρώντας πως δε θα αποδοθούν ευθύνες τόσο στην κυβέρνηση όσο και στους αντάρτες της Farc.
Η συμφωνία των έξι σημείων προέβλεπε αγροτική μεταρρύθμιση, αντικατάσταση των παράνομων καλλιεργειών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ναρκωτικών, στήριξη στην επαρχία με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, ένταξη των ανταρτών στο κοινωνικό σύνολο ως πολιτικού κόμματος, παράδοση των όπλων μέσα σε τρεις μήνες, διάλυση των παραστρατιωτικών οργανώσεων, διεθνείς εγγυητές και νομοθετικές παρεμβάσεις.
Photo by Reuters/John Vizcaino
Κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη – ούτε ο πρόεδρος Juan Manuel Santos ούτε η Farc – δεν το έβαλε κάτω όμως και δήλωσαν τον Οκτώβριο πως με περισσότερη προσπάθεια θα επιτευχθεί μια καλύτερη συμφωνία. Έτσι κι έγινε, καθώς αύριο Πέμπτη θα υπογραφεί νέα συμφωνία. Ο αστερίσκος όμως της είναι πως θα χρειαστεί να περάσει από το Κογκρέσο της Κολομβίας και όχι από το εκλογικό σώμα. Το παραπάνω μειώνει τη νομιμοποίηση της συμφωνίας στα μάτια των Κολομβιανών, γεγονός που καθιστά για μια ακόμα φορά εύθραυστη την πολιτική κατάσταση της χώρας. Εξάλλου, έχει ήδη αποτυπωθεί από το προηγούμενο δημοψήφισμα, η αναντιστοιχία συναίνεσης που επικράτησε παγκοσμίως με τον εθνικό διχασμό στο εσωτερικό της χώρας. Παράλληλα, σημείο πίεσης αποτελεί και η εκλογή Trump στις ΗΠΑ, γεγονός που δίνει μικρό περιθώριο στην Farc να κλείσει τη συμφωνία.
Η αντιπολίτευση διαφωνεί με το νέο κείμενο και το χαρακτηρίζει μια μικρή τροποποίηση της προηγούμενης συμφωνίας που είχε απορριφθεί ως υπερβολικά “επιεικής” προς τους αντάρτες.
Ένα ακόμα εμπόδιο για την επίτευξη ειρήνης είναι και ο ELN, ο Εθνικοαπελευθερωτικός Στρατός της Κολομβίας, ο οποίος δε συμμετέχει στις συνομιλίες. Ωστόσο, τοποθετήθηκε υπέρ της λήξης των ένοπλων συγκρούσεων, αν και πολλοί αναλυτές αμφισβητούν την πραγματική διάθεση του στρατού για ειρήνη.
Είναι σαφές πως η πολιτική αστάθεια θα συνεχιστεί στην Κολομβία, ενώ και η οικονομία έχει δεχτεί ισχυρό πλήγμα. Οι αγορές υποφέρουν και το κολομβιανό πέσο έχει υποτιμηθεί. Ο ιδιωτικός τομέας της Κολομβίας έχει διαιρεθεί, καθώς ιστορικά οι επιχειρήσεις, ταγμένες με το καπιταλιστικό ιδεώδες, βρίσκονταν απέναντι στους αγρότες και άρα γίνονται αυτόματα εχθροί της Farc. Κατά μήκος όλης της χώρας, λοιπόν, επικρατεί το αίσθημα μη δικαίωσης, τόσο σ'' αυτούς που θέλουν να τιμωρηθούν οι αντάρτες για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει, όσο και σ'' αυτούς που υπέστησαν την αποθράσυνση των παραστρατιωτικών συμμοριών της Δεξιάς και των εμπόρων ναρκωτικών που δρούσαν ανεξέλγκτα.
Στην ιστορία της Κολομβίας δεν μπορούν να τηρηθούν ίσες αποστάσεις. Το ζητούμενο ωστόσο είναι η συμφωνία ειρήνης να εξασφαλίσει το δικαίωμα στη ζωή και στην πολιτική διαπάλη σε μια περίοδο που η Λατινική Αμερική παίρνει αποστάσεις από το παρελθόν της, προσπαθώντας να χτίσει τη δική της σύγχρονη πλέον παράδοση.