«H ιδιότητα της Κύπρου ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να φέρει τις ικανότητες, την τεχνογνωσία και τις αρμοδιότητές της, έχει αποδειχθεί ότι αλλάζει το παιχνίδι. Η Κύπρος δεν χρειάζεται περισσότερους «μάρτυρες» διπλωμάτες. Η ΕΕ πρέπει να πάρει τη θέση της στο τραπέζι για να σπάσει τη μεταφορική έννοια του «νεκροταφείου» και να καθιερώσει μια σαφή πορεία προς την επίλυση και την ειρήνη στο δικό της έδαφος», αναφέρει σε άρθρο του στον ιστότοπο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Euractiv o υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, Νίκος Χριστοδουλίδης.
Ο κ. Χριστοδουλίδης επισημαίνει ότι ως ιστορικός με εκπαίδευση και διπλωμάτης στην προηγούμενη επαγγελματική του ζωή, γνωρίζει καλά ότι η πορεία της ιστορίας, η εξιστόρηση της ιστορικής αφήγησης, δεν είναι γραμμένη πάνω σε πέτρα. Είναι μια δυναμική διαδικασία που ανταποκρίνεται σε εξελισσόμενες καταστάσεις, η οποία μπορεί να αντιστρέψει την αφήγηση και να παρέχει λύσεις που προηγουμένως ήταν αόριστες ή αδιανόητες.
«Ως ιστορικός που επικεντρώνεται συγκεκριμένα στην ιστορία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, γνωρίζω επίσης καλά ότι από τότε που ξεκίνησαν οι προσπάθειες για μια λύση, κυριαρχεί ένα επίμονο νήμα: Σχέδια που υπαγορεύονται από εξωτερικούς - περιφερειακούς και διεθνείς - παράγοντες, παράγοντες με εγωιστικά κίνητρα που στοχεύουν στη διατήρηση της ηγεμονίας, παρά παράγοντες που αφορούν στην καλή πίστη στην Κύπρο και τον λαό της», τονίζει.
Ο κ. Χριστοδουλίδης συνεχίζει λέγοντας ότι «η πρόσφατη ιστορία μας δίνει λόγο να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Νέες προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη από τον ΓΓ των ΗΕ για την επανάληψη των διαπραγματεύσεων του 2017 για μια ολοκληρωμένη διευθέτηση μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως προβλέπεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ο προηγούμενος γύρος διαπραγματεύσεων το 2017 στο Κραν Μοντάνα επέφερε σημαντικές τομές, αλλά τελικά «σκόνταψε» στην απροθυμία της Τουρκίας να υποστηρίξει τα λόγια με ενέργειες, εμμένοντας σε αναχρονιστικές θέσεις που δεν έχουν θέση στις διεθνείς σχέσεις του 21ου αιώνα και στα σύγχρονα κράτη, όπως η μόνιμη στρατιωτική παρουσία και το σύστημα εγγυήσεων».
Ο Κύπριος ΥΠΕΞ χαρακτηρίζει μάλιστα τη διπλωματία της ΕΕ αποτελεσματική, ανθεκτική και προσανατολισμένη στη λύση.
«Καθώς οδεύουμε προς την Άτυπη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών 5 + 1 στη Γενεύη που συγκλήθηκε από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στις 27-29 Απριλίου, είναι σημαντικό να επισημανθεί ένας βασικός παράγοντας για τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον προηγούμενο γύρο διαπραγματεύσεων: Για πρώτη φορά η ΕΕ συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις, με παρουσία όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο στο Κρανς Μοντάνα, αλλά και καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματευτικών διαδικασιών που οδήγησαν στο Κρανς Μοντάνα με συνεχή τεχνοκρατική υποστήριξη σε όλους τους τομείς.
Η πλευρά μας γνώριζε ότι η συμμετοχή της ΕΕ ήταν απαραίτητη, κυρίως επειδή η εμπειρία των διαπραγματεύσεων για την ένταξη στην ΕΕ μας έμαθε ότι η ΕΕ προσφέρει λύσεις. Ένας έμπειρος εμπειρογνώμονας στη νομοθεσία της ΕΕ διορίστηκε από τον τότε Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να καθίσει με φυσική παρουσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ εμπειρογνώμονες από τις Βρυξέλλες παρείχαν εμπειρογνωμοσύνη σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που αφορούν τις διάφορες πτυχές που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ΕΕ είναι εσωτερικός παράγοντας και ως εκ τούτου η ΕΕ πρέπει να έχει θέση και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αυτή τη φορά. Δεδομένης της κατάστασης της Κύπρου ως κράτους μέλους της ΕΕ, θα πρέπει να είναι αυτονόητο γιατί συμβαίνει αυτό, ωστόσο υπάρχει αντίσταση από ορισμένους από τους ενδιαφερόμενους, την Τουρκία και άλλους. Αφήστε μας να θεωρήσουμε ότι μερικοί από τους βασικούς λόγους που υπαγορεύουν τη συμμετοχή της ΕΕ είναι sine qua non για επιτυχημένες διαπραγματεύσεις.
«Η Κύπρος, στο σύνολό της, εισήλθε στην ΕΕ το 2004, με το κεκτημένο να αναστέλλεται προσωρινά, καθώς βρισκόταν σε αναμονή η επανένωση στις περιοχές όπου η Κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο εξαιτίας της τουρκικής κατοχής. Εκείνη τη στιγμή το Κυπριακό έγινε Ευρωπαϊκό Πρόβλημα. Για πρώτη φορά ένας παράγοντας εγγενής για την Κύπρο και τον λαό της –και όχι εξωτερικός– είχε καθοριστική επίδραση στις προσπάθειες επίτευξης μιας συνολικής διευθέτησης. Όχι μόνο αυτός ο παράγοντας δεν μπορεί να αγνοηθεί, αλλά μάλλον θα πρέπει να αγκαλιαστεί και να αξιοποιηθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ως μέσο για όλες τις πλευρές.
Η Κύπρος είναι κράτος - μέλος της ΕΕ και θα παραμείνει κράτος μέλος της ΕΕ και μετά την επανένωση. Ως τέτοια η λύση στο Κυπριακό πρέπει να συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τις αξίες και τις αρχές της ΕΕ, διότι η επανενωμένη Κύπρος πρέπει να είναι ένα βιώσιμο, λειτουργικό κράτος μέλος της ΕΕ. Δεν είναι μυστικό ότι η λήψη αποφάσεων σε μια Ένωση 27 κρατών μελών είναι μια περίπλοκη, επίπονη, συχνά απογοητευτική διαδικασία.
Η Κύπρος μετά την επανένωση πρέπει να είναι ένα λειτουργικό κράτος μέλος που μπορεί να διευκολύνει και όχι να περιπλέκει την περαιτέρω λήψη αποφάσεων στην ΕΕ. Η λειτουργικότητα είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αγωνιστούν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Η ΕΕ και όλα τα κράτη μέλη της έχουν ένα σαφές συμφέρον να βρουν μια λειτουργική λύση που να συμμορφώνεται με το κεκτημένο και τον πήχη να βρίσκεται ψηλά.
Η ΕΕ πρέπει να έχει θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, επίσης επειδή απέδειξε στον προηγούμενο γύρο διαπραγματεύσεων ότι ο ρόλος της είναι πολύτιμος για τη γεφύρωση των κενών και το πράττει με τρόπο που συμμορφώνεται με το δίκαιο της ΕΕ και διασφαλίζει τη λειτουργικότητα.
Από το ακανθώδες ζήτημα ιδιοκτησίας, έως τις συνταγματικές πτυχές της λύσης, το δίκαιο της ΕΕ, οι αξίες και οι αρχές που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες παρείχαν μια ομάδα εργαλείων που μας έφερε πιο κοντά σε μια λύση. Η ΕΕ κατέστησε επίσης σαφές ότι η καλύτερη ασφάλεια για ένα κράτος μέλος της ΕΕ είναι η ίδια η ΕΕ. Θα ήταν απαράδεκτο να φανταστεί κανείς ότι η ασφάλεια ενός από τα συστατικά μέρη της ΕΕ τίθεται στα χέρια τρίτης χώρας».
Καταλήγοντας, ο Κύπριος ΥΠΕΞ αναφέρει ότι «αυτή η νέα προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα συμπίπτει με τη διακηρυγμένη επιθυμία της Τουρκίας να επιδιορθώσει τις σχέσεις με την ΕΕ, οι οποίες κλονίστηκαν ως αποτέλεσμα των παράνομων δραστηριοτήτων και της πολιτικής πρόκλησης της Τουρκίας εναντίον των κρατών μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, καθώς και του ρόλου της περιφερειακά όπου δεν ενεργεί ως εταίρος στην ΕΕ, υπονομεύοντας ενεργά τα συμφέροντα της ΕΕ.
Ενώ δεν έχουμε ακόμη δει παρατεταμένη αποκλιμάκωση από την Τουρκία –τόσο στη θάλασσα, όσο και στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων των Βαρωσίων– η Τουρκία πιέζει για μια θετική ατζέντα με την ΕΕ. Εάν η ρητορική της Τουρκίας σχετικά με την επιθυμία της να επιδιορθώσει τις σχέσεις με την ΕΕ πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, θα ήταν αντιφατικό για την Τουρκία να επιμείνει στη θέση της να μην συμμετέχει η ΕΕ στις διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ». Διερωτάται, δε, «Πώς μπορεί η Τουρκία να επιμείνει σε μια θετική ατζέντα με την ΕΕ, αλλά να αντιταχθεί στη συμμετοχή της ΕΕ στην τρέχουσα προσπάθεια επανάληψης των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας συνδέονται άρρηκτα με το Κυπριακό. Αναφέρεται ρητά στο διαπραγματευτικό πλαίσιο της Τουρκίας το 2005, το οποίο καλεί την Τουρκία να συνεισφέρει συγκεκριμένα στις διαπραγματεύσεις για μια συνολική διευθέτηση σύμφωνα με τον ΓΓ του ΟΗΕ και αυτή η υποχρέωση έχει επαναληφθεί πολλές φορές από την ΕΕ.
Από μια τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας, έως τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, έως την απελευθέρωση των θεωρήσεων – το Κυπριακό είναι ένας κοινός παρονομαστής που κρατά το κλειδί για το ξεκλείδωμα αυτών των διαδικασιών. Είναι το κλειδί για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας και όσο πιο γρήγορα το αναγνωρίσουν όλοι οι φορείς, τόσο πιο γρήγορα οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους.
Μια ολοκληρωμένη διευθέτηση του Κυπριακού σε συμφωνημένη βάση, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και το δίκαιο της ΕΕ, χωρίς αναχρονισμούς που δεν έχουν καμία θέση στα σύγχρονα κράτη και στα κράτη μέλη της ΕΕ, θα είχε θετική επίδραση στην περιοχή, η οποία βρίσκεται στην απόλυτη ανάγκη μιας ιστορίας επιτυχίας, καθώς και στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Η συμμετοχή της ΕΕ θα μπορούσε να είναι καταλυτική στην επίτευξη του τελικού στόχου της επανένωσης, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για ένα σχέδιο ειρήνης που μπορεί ακόμα να επιφέρει ειρήνη εντός της οικογένειάς της και πέραν αυτής».