Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών κάνουν όλο και πιο πιθανή μία ριζική επανεξέταση του ζητήματος της παραγωγής ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια. Η λογική λέει πως στους επόμενους μήνες θα δούμε χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία να μαλακώνουν την πολύ αυστηρή στάση που έχουν τηρήσει τα τελευταία δέκα χρόνια και να δέχονται την επαναλειτουργία εργοστασίων, την παράταση ζωής άλλων και πιθανώς να εξετάζουν την πιθανότητα κατασκευής νέων. Από την άλλη μεριά, οι χώρες που δεν την εγκατέλειψαν ποτέ, όπως η Γαλλία, σίγουρα θα διστάσουν να περιορίσουν το μέγεθος της πυρηνικής βιομηχανίας όπως φαινόταν πως θα γίνει πριν έναν χρόνο.
Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, οι κινήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν δείχνουν πως και εκεί η πυρηνική ενέργεια ετοιμάζεται για μία σημαντική επιστροφή. Όλα αυτά βέβαια είναι περισσότερο εικασίες και εκτιμήσεις, που όμως συγκεντρώνουν μεγάλες πιθανότητες επαλήθευσης. Στην Κίνα όμως έχουμε συγκεκριμένα κυβερνητικά σχέδια για τη σημαντική επέκταση της χρήσης πυρηνικών εργοστασίων για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
Το 2021 τα 54 πυρηνικά εργοστάσια είχαν ισχύ 52 Gigawatt και αντιπροσώπευαν το 5% της συνολικής ισχύος του συστήματος παραγωγής ενέργειας της χώρας. Οι αρχές έχουν στόχο να φτάσουν τα 70 GW μέχρι το 2025, ενώ ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο που έχουν καταρτίσει ερευνητές που σχετίζονται με τις κρατικές υπηρεσίες οικονομικού σχεδιασμού προβλέπει τεράστια ανάπτυξη του τομέα μέχρι το 2050. Συγκεκριμένα, προβλέπει πως για να επιτευχθεί ο στόχος για μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η ισχύς των πυρηνικών εργοστασίων θα πρέπει να έχει φτάσει μέχρι τότε τα 550 GW με σκοπό να αντιπροσωπεύει το 28% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος, με την αιολική και την ηλιακή ενέργεια να αντιπροσωπεύουν το 21% και 17% αντίστοιχα.
Δεν είναι και πολύ εύκολο να προβλέψουμε σε τι βαθμό θα επαληθευθούν όλες αυτές οι εκτιμήσεις και κατά πόσο τα σχέδια θα εκτελεστούν με επιτυχία. Είναι όμως λογικό να υποθέσουμε πως η πυρηνική ενέργεια δεν θα εξαφανιστεί σύντομα από τον χάρτη και θα συνεχίσει να παίζει μικρό αλλά σημαντικό ρόλο στα συστήματα παραγωγής ενέργειας σε πολλές χώρες του κόσμου.
Ειδικά στην Ευρώπη, η σημασία της πυρηνικής βιομηχανίας έγινε ξαφνικά πολύ μεγάλη μετά την πολύμηνη και συνεχιζόμενη ταλαιπωρία μας με το ρωσικό φυσικό αέριο. Ας μην ξεχνάμε πως η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε πριν μερικές μέρες την οριστικοποίηση των σχεδίων κατασκευής ενός μεγάλου πυρηνικού εργοστασίου ισχύος 3,2 GW στο Sizewell της ανατολικής Αγγλίας.
Η επιστροφή της πυρηνικής ενέργειας στο προσκήνιο ακούγεται ως αρκετά λογική και επιθυμητή εξέλιξη σε όποιον λαμβάνει στα σοβαρά υπόψη του την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας του, παρά τους εύλογους προβληματισμούς για την τύχη των πυρηνικών αποβλήτων και την ανάγκη χρήσης μεγάλων ποσοτήτων νερού για την ψύξη των αντιδραστήρων.
Επειδή όμως έχουμε γίνει κάπως σοφότεροι την τελευταία διετία, στο μυαλό μας έρχεται μία ερώτηση: στην περίπτωση που αποφασίσουμε να στηριχθούμε στην πυρηνική ενέργεια, είμαστε σίγουροι πως θα μπορούμε να προμηθευόμαστε όσο ουράνιο χρειαζόμαστε από αξιόπιστους προμηθευτές που δεν θα αποφασίσουν ξαφνικά να μας εκβιάσουν; Για να είμαστε δε πιο συγκεκριμένοι, όταν αναφερόμαστε σε ουράνιο, το οποίο είναι το βασικό καύσιμο για τους αντιδραστήρες, εννοούμε ουράνιο ανεπεξέργαστο (όπως εξορύσσεται) και επεξεργασμένο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο.
Με λίγο ψάξιμο και με τη βοήθεια άρθρων του Bloomberg και του Reuters και πινάκων και στατιστικών μεγεθών από την Παγκόσμια Πυρηνική Ένωση (World Nuclear Association, WNA) και την αμερικανική κυβερνητική υπηρεσία Energy Information Association (EIA) μπορούμε εύκολα να πάρουμε μία γενική αντιπροσωπευτική εικόνα της κατάστασης. Τα πράγματα είναι απλά: αν οι δυτικές χώρες θέλουν πραγματικά να αναπτύξουν την πυρηνική βιομηχανία τους και να νοιώθουν ασφαλείς όσον αφορά την προμήθεια του απαραίτητου ουρανίου, έχουν να κάνουν πολλή και δύσκολη δουλειά. Από τα στοιχεία της WNA μαθαίνουμε πως στο «δυτικό μπλοκ» (για τις σημερινές ανάγκες το ορίζουμε ως το άθροισμα των χωρών της Βορείου Αμερικής, της Ευρώπης και ορισμένων ανεπτυγμένων ασιατικών χωρών) παράγεται το 74,2% της ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια ανά τον κόσμο.
Στο «αυταρχικό μπλοκ» που αποτελείται από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, την Κίνα, το Πακιστάν και το Ιράν, παράγεται το 23,5% και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες, τις «αδέσμευτες» παράγεται το υπόλοιπο 2,3%. Αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά, αλλά η συνέχεια είναι πολύ διαφωτιστική. Στο δυτικό μπλοκ παράγεται μόνο το 19,4% του ουρανίου, στο αυταρχικό μπλοκ το 62% και στις αδέσμευτες χώρες το υπόλοιπο 18,6%. Προφανώς λοιπόν, το δυτικό μπλοκ βασίζεται σε σημαντικό βαθμό σε εισαγωγές από χώρες του αυταρχικού μπλοκ για την προμήθεια του απαραίτητου καυσίμου για τα πυρηνικά εργοστάσια.
Όπως έχουμε μάθει πολύ καλά τους τελευταίους μήνες, αυτή η συνταγή δεν είναι πολύ καλή. Πριν προχωρήσουμε παραπέρα βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε πως η μεγάλη συμμετοχή του αυταρχικού μπλοκ οφείλεται στο γεγονός πως το Καζακστάν παράγει το 45% του ουρανίου παγκοσμίως. Δεδομένου του ότι η χώρα είναι σχεδόν περικυκλωμένοι ανάμεσα στην Κίνα και τη Ρωσία, είναι φανερό πως όσο καλές προθέσεις και να έχει δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής πηγή προμηθειών. Ενδιαφέρον επίσης είναι πως ουσιαστικά το σύνολο της δυτικής παραγωγής προέρχεται, σχεδόν ισομερώς, από την Αυστραλία και τον Καναδά.
Το επόμενο λογικό ερώτημα είναι το εξής: έχουν οι δυτικές χώρες τη δυνατότητα να παράγουν μόνες τους το απαραίτητο ουράνιο και, δευτερευόντως, υπάρχει δυνατότητα εξασφάλισης ουρανίου από αδέσμευτες χώρες; Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι υπό προϋποθέσεις καταφατική. Κοιτάζοντας τον κατάλογο με τα παγκόσμια αποθέματα ουρανίου βλέπουμε πως στο δυτικό μπλοκ βρίσκεται το 45%, στο αυταρχικό μπλοκ το 29% και στις αδέσμευτες χώρες το 26%.
Το γεγονός πως το Καζακστάν έχει τόσο δεσπόζουσα θέση στην παραγωγή δεν οφείλεται τόσο στα σημαντικότατα αποθέματά του που ανέρχονται στο 15% των παγκοσμίων αλλά στο γεγονός ότι είναι πολύ πιο εύκολη και οικονομική η εξόρυξή τους. Αν λοιπόν, όπως διαβάζουμε στο Bloomberg, η τιμή του ουρανίου διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα πάνω από τα 30 δολάρια/λίβρα, είναι πολύ πιθανόν να δούμε την ενεργοποίηση των ορυχείων της Αυστραλίας, όπου βρίσκεται το 28% των γνωστών αποθεμάτων και του Καναδά, όπου βρίσκεται το 9%. Από τις αδέσμευτες χώρες, μεγάλη σημασία έχουν η Ναμίμπια, με το 7% των αποθεμάτων και το 12% της παραγωγής, ο Νίγηρας με το 4% των αποθεμάτων και της παραγωγής, η Νότιος Αφρική και η Βραζιλία με το 5% των αποθεμάτων και ελάχιστη παραγωγή.
Το ζήτημα της ασφάλειας των προμηθειών ουρανίου για τις δυτικές χώρες είναι πολύ σημαντικό. Η αναφορά μας στα προβλήματα που θα μπορούσαν να εμφανιστούν στο Καζακστάν μπορεί να είναι υποθετική αλλά η αναταραχή στις περιοχές της Αφρικής στο κάτω μέρος της ερήμου Σαχάρας είναι απολύτως πραγματική. Ο Νίγηρας βρίσκεται πολύ κοντά στο Μάλι όπου δρουν διάφορες ομάδες ανταρτών.
Η Γαλλία προμηθεύεται το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής ουρανίου του Νίγηρα για τα εργοστάσιά της. Μάλιστα η Areva, η γαλλική κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας έχει δικό της ορυχείο μέσα στη χώρα. Ένα πραξικόπημα στη χώρα θα μπορούσε να φέρει τη Γαλλία σε πολύ δύσκολη θέση. Τώρα αν η παρουσία των Ρώσων μισθοφόρων του Wagner Group στο Μάλι μπορεί να έχει σχέση με το ουράνιο του Νίγηρα και τη Γαλλία είναι κάτι που δεν ξέρουμε, αλλά ομολογούμε πως έχει περάσει από το μυαλό μας.
Το συμπέρασμα είναι μάλλον ξεκάθαρο. Αν οι δυτικές χώρες αποφασίσουν να δώσουν πάλι έμφαση στη χρήση πυρηνικών εργοστασίων για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θα πρέπει πρώτα να φροντίσουν να δημιουργήσουν τις δικές τους εφοδιαστικές αλυσίδες και να μη βασιστούν μόνο σε προμηθευτές τους οποίους δεν μπορούν να ελέγξουν.
Θα πρέπει λοιπόν να πείσουν κατ’ αρχάς την κοινή γνώμη στις χώρες τους πως η ανάπτυξη ορυχείων ουρανίου είναι απαραίτητη για την ενεργειακή ασφάλειά τους και βέβαια, να πείσουν πως τα ορυχεία θα γίνουν με τρόπο που δεν θα προκαλέσει υπερβολική ζημιά στο περιβάλλον. Αν δεν καταφέρουν αυτά τα δύο πράγματα, ίσως να μην πρέπει καν να ξεκινήσουν την προσπάθεια αναζωογόνησης της πυρηνικής βιομηχανίας, γιατί θα κινδυνεύσουν στο μέλλον να βρεθούν σε θέση ανάλογη με την τωρινή της Ευρώπης στο ζήτημα του φυσικού αερίου.