Βρισκόμαστε μπροστά σε μια οικονομική ύφεση που εξελίσσεται παγκόσμια και δεν έχει προηγούμενο στις τελευταίες δεκαετίες. Η ύφεση αυτή προκαλείται από την καραντίνα, η οποία εφαρμόζεται στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, από τη διακοπή ή την παρεμπόδιση της δραστηριότητας σημαντικών κλάδων, όπως οι αερομεταφορές, ο τουρισμός, η εστίαση, ο αθλητισμός και ο πολιτισμός, καθώς και τις δυσκολίες στην παραγωγική διαδικασία που προκαλεί η δραστική πτώση του διεθνούς εμπορίου.
Η μοναδικότητα της συγκεκριμένης ύφεσης βρίσκεται στον εξωγενή -σε σχέση με την οικονομία- παράγοντα που την προκαλεί. Μοιάζει περισσότερο υπό αυτή την έννοια με την ύφεση που προκαλεί η στροφή σε μια πολεμική οικονομία. Ο εχθρός στην προκειμένη περίπτωση είναι ο κορονοϊός.
Τι γνωρίζουμε για τη μετάβαση σε καθεστώς πολεμικής οικονομίας; Μετά το αρχικό σοκ οι πολεμικές οικονομίες οργανώνονται, με αυξημένες κρατικές δαπάνες που χρηματοδοτούνται από χρέος που δημιουργείται και παράγουν ένα διαφορετικό μίγμα προϊόντων, με όλο και υψηλότερη αποτελεσματικότητα. Με τη λήξη του πολέμου η αλλαγή της ψυχολογίας, καθώς και η απελευθέρωση της παραγωγής προκαλούν μια βίαιη ανάκαμψη.
Βασικός περιορισμός στην ανάκαμψη αυτή είναι το ύψος του χρέους που ενδιαμέσως δημιουργείται.
Η οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης στηρίζεται στις διαπιστώσεις αυτές και στην υπόθεση ότι ο πόλεμος θα κερδηθεί μέσα στο επόμενο έτος. Δηλαδή μέχρι το πολύ το τέλος του 2020 ή τις αρχές του 2021.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, η οικονομική μας στρατηγική στηρίζεται σε τρεις άξονες:
• Στήριξη του παραγωγικού ιστού, των επιχειρήσεων δηλαδή -κυρίως με εργαλεία ρευστότητας και ανάληψης από το κράτος μέρους του εργατικού κόστους εργαζομένων που προσωρινά δεν απασχολούνται- ώστε ο παραγωγικός ιστός να παραμείνει κατά το δυνατόν ανέπαφος και να μη χαθεί η επένδυση που συνεπάγεται για την οικονομία η απασχόληση του υφιστάμενου εργατικού δυναμικού εξαιτίας ενός εξωγενούς προσωρινού γεγονότος. Ταυτόχρονη στήριξη των ανθρώπων που μένουν χωρίς χρήματα -εργαζομένων και ανέργων- για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα στην οξεία φάση της κρίσης και διατήρηση του πλέγματος κοινωνικής προστασίας, το οποίο αναλαμβάνει λόγω της πρωτοφανούς ύφεσης σοβαρά αυξημένες δαπάνες.
• Στήριξη της επανεκκίνησης της οικονομίας, με διατήρηση σοβαρών πόρων ως απόθεμα για να χρηματοδοτηθεί η επανεκκίνηση αυτή. Πόροι οι οποίοι θα προέλθουν όμως και από τη σημαντική ευρωπαϊκή ενίσχυση που θα κινητοποιηθεί στους επόμενους μήνες (Recovery Fund, πρόγραμμα SURE, προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κ.λπ.).
• Συνέχιση της βασικής πολιτικής της κυβέρνησης για την επενδυτική ανάπτυξη της χώρας, που θα συνδυαστεί με τη φυσιολογική ανάκαμψη του 2021. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα παραμένουν οι χαμηλότερες στην Ευρώπη και η μακροχρόνια ανάπτυξη της χώρας προϋποθέτει τη ραγδαία αύξησή τους, που θα μειώσει και την πολύ μεγάλη ανεργία, η οποία υπάρχει σήμερα και θα αυξηθεί τους αμέσως επόμενους μήνες. Μια ραγδαία αύξηση που συνεπάγεται προφανώς ακόμα ταχύτερη προώθηση των μεταρρυθμίσεων, κάτι που η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει, ιδίως στη διάρκεια αυτής της κρίσης, ότι μπορεί με υψηλή αποτελεσματικότητα να επιτύχει.
Οι άξονες αυτοί εφαρμόζονται στη χώρα μας με μια προφανή προϋπόθεση. Τη διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας έναντι των αγορών και των ευρωπαϊκών θεσμών. Η προϋπόθεση αυτή ισχύει για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες του Νότου και όχι μόνο. Ισχύει όμως κατά μείζονα λόγο για την Ελλάδα, λόγω του υψηλού επιπέδου του χρέους της και της ανάγκης της να διατηρήσει την καλή θέση που ήδη έχει εξασφαλίσει τους τελευταίους μήνες στις αγορές.
Η στρατηγική αυτή κινείται σε ένα πλαίσιο σοβαρών αβεβαιοτήτων, που αφορούν τις πιθανές αναζωπυρώσεις του κορονοϊού, την πιθανότητα εμφάνισης ενός δεύτερου κύματος το φθινόπωρο, το εύρος του πλήγματος στον τουρισμό, την ενδεχόμενη εποχικότητα του ιού και την πορεία των κλινικών ερευνών που αφορούν φάρμακα και εμβόλια. Αβεβαιότητες που μπορούν να κρύβουν μεγαλύτερο βάθος ύφεσης, αλλά μπορεί να κρύβουν και πολύ βραχύτερη διάρκειά της. Αν ο πόλεμος κερδηθεί νωρίτερα, η «πολεμική οικονομία» μπορεί να αποδειχθεί μια πολύ βραχύβια εμπειρία. Μια εμπειρία που μας άλλαξε και μας επηρέασε, αλλά αργά ή γρήγορα θα ανήκει στο παρελθόν.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 2 Μαΐου.