Τον Αύγουστο του 2019, αμέσως μετά την κατάργηση της διάταξης του «νόμου Γαβρόγλου» που συντηρούσε το λεγόμενο πανεπιστημιακό άσυλο, προέβλεπα από τις στήλες του Liberal τα μάλλον αυτονόητα:
«Θα διεξαχθεί ένας αγώνας αντοχής. … Θα πρόκειται για ένα πρώιμο και κρίσιμο τεστ αποφασιστικότητας, όχι μόνο για την κυβέρνηση αλλά και για την κοινωνία, τη μερίδα, τουλάχιστον, που, όπως φάνηκε στις πρόσφατες εκλογές, διέκρινε την ανάγκη οι νοσηρές και (αυτό)καταστροφικές μας συνήθεις πρακτικές να περάσουν στην Ιστορία».
Σχεδόν τρία χρόνια μετά, αυτό το ιδιότυπο bras de fer κορυφώνεται. Αφενός, οι δυνάμεις της ανομίας εντείνουν τη βίαιη αμφισβήτηση της νομιμότητας με επίκεντρο το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης· αφετέρου, η Δικαιοσύνη αφαιρεί ένα (δια)δικαστικό εμπόδιο από την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής για την περιφρούρηση της τάξης στα ΑΕΙ με τη λειτουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας.
Θα ήταν ανούσιο, για μένα τουλάχιστον, να αναφερθώ εκ νέου στην ιστορική ερμηνεία του φαινομένου της διάχυτης ανομίας στα ελληνικά ΑΕΙ και να περιγράψω τα συμπτώματα του νοσηρού αυτού φαινομένου. Θα αρκεστώ σε δύο ερωτήματα:
Συνάδει με την ακαδημαϊκή ελευθερία και το κράτος δικαίου το γεγονός ότι είναι αδύνατη η διοργάνωση οποιασδήποτε εκδήλωσης εντός των ΑΕΙ με τη συμμετοχή του εκάστοτε υπουργού Παιδείας (και σειράς άλλων προσώπων που δεν τυγχάνουν της έγκρισης συγκεκριμένων δυναμικών ομάδων);
Συνάδει με τη λειτουργία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ένα οργανωμένο κράτος το γεγονός ότι οι πανεπιστημιακές αρχές αδυνατούν να εφαρμόσουν δικές τους αποφάσεις και να φτιάξουν μια βιβλιοθήκη χωρίς ισχυρή αστυνομική προστασία;
Προφανώς, οι απαντήσεις στα δύο προηγούμενα ερωτήματα είναι αρνητικές, για όσους, τουλάχιστον, αποδέχονται την ελευθερία του λόγου χωρίς διακρίσεις και την ασφάλεια του πολίτη ως προϋπόθεση της ελευθερίας όλων.
Είναι αναμενόμενο η παρουσία αστυνομικών, ακόμα και ενός ειδικού σώματος, να ξενίσει μια κοινωνία που ανεχόταν οι χώροι των ΑΕΙ να αποτελούν άσυλο ανομίας - από τη στιγμή μάλιστα που οι ιστορικοί λόγοι ύπαρξης ενός ασύλου ιδεών είχαν προ πολλού εκλείψει στη χώρα μας.
Η κυβέρνηση οφείλει να αλλάξει αυτή την εντύπωση στην κοινωνία. Σίγουρα δεν τη βοηθά η εικόνα αστυνομικών που χτυπούν πεσμένους διαδηλωτές. Η κυβέρνηση θα πρέπει να μπορεί να στηριχτεί σε κατάλληλα εκπαιδευμένα κρατικά όργανα.
Δεν βοηθά και ο τρόπος με τον οποίον ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής ΕΤ3, προβάλλουν την αναταραχή στα ΑΕΙ: Μονίμως τα ρεπορτάζ ξεκινούν με εικόνες ανδρών των ΜΑΤ να ποδοπατούν διαδηλωτές (πουθενά οι πράξεις βίας κουκουλοφόρων, όπως η χθεσινή έφοδος στο Κτίριο Διοικήσεως ΑΠΘ). Αμέσως μετά, παίρνουν τον λόγο φοιτητές και αλληλέγγυοι πανεπιστημιακοί που καταγγέλλουν την αστυνομική βία, την κυβερνητική πολιτική και τον Πρύτανη. Κάποιο ψήφισμα της Συγκλήτου ή δήλωση του Πρύτανη μπορεί να ακολουθεί, αλλά η πρώτη εντύπωση, αυτή της άγριας καταστολής, έχει εντυπωθεί. Και της ταύτισης της πανεπιστημιακής κοινότητας με τους διαμαρτυρόμενους.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η μεγάλη μάζα των φοιτητών (και των καθηγητών) παρακολουθούν σιωπηροί τα τεκταινόμενα και αγανακτούν κατ’ ιδίαν. Είναι, όμως, καιρός η πανεπιστημιακή κοινότητα και η πολιτεία να συμπαρασταθούν σε πρυτάνεις, όπως του Αριστοτελείου, οι οποίοι εξελέγησαν ακριβώς για να θέσουν τέλος σε ένα απαράδεκτο σκηνικό ανομίας και αυθαίρετης οικειοποίησης δημόσιων χώρων και αγαθών.
Η σημερινή απόφαση του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας ανοίγει και τυπικά τον δρόμο ώστε η αντιμετώπιση της ανομίας στα ΑΕΙ να αλλάξει επίπεδο. Χρέος της κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει τη σιωπηρή πλειοψηφία, στα ΑΕΙ και στην κοινωνία. Και να πολιτευτεί με τρόπο που δείχνει ότι, έπειτα από τρία σχεδόν χρόνια διακυβέρνησης, κάτι αλλάζει στα κακώς κείμενα της χώρας.
* Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής στη Νομική του Α.Π.Θ.