Ήταν άραγε "τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη", όπως τη χαρακτήρισε ο Πρωθυπουργός, η παρακολούθηση του αρχηγού του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος; Από όσα ακολουθούν, προκύπτει, πιστεύω, πως η παρακολούθηση ήταν όχι μόνο εσφαλμένη αλλά και μη νόμιμη.
1. Το Σύνταγμα, στο άρθρο 19 παρ. 1, θεσπίζει "απόλυτο απαραβίαστο" του απορρήτου των επικοινωνιών, άρα και της προσωπικής επικοινωνίας, κάθε πολίτη και αναθέτει την προστασία του σε ειδική ανεξάρτητη Αρχή (Εθνική Επιτροπή Προστασίας Απορρήτου Επικοινωνιών -ΕΕΠΑΕ). Το απαραβίαστο αυτό, το οποίο, δυνάμει της ίδιας συνταγματικής διάταξης, μπορεί να αρθεί, με απόφαση δικαστικού οργάνου, μόνο για λόγους "εθνικής ασφάλειας" ή για διερεύνηση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, αποτελεί τον κανόνα, κι όχι την εξαίρεση, και υπερισχύει κάθε σχετικής διάταξης νόμου, της οποίας συνιστά συγχρόνως και ερμηνευτικό εργαλείο.
2. Ο ν. 2225/1994, εφαρμοστικός της παραπάνω συνταγματικής διάταξης, με τον οποίο θεσπίζεται η ανεξάρτητη Αρχή και προσδιορίζονται οι όροι άρσης του απορρήτου, δεν δίνει "πάτημα" για άρση απορρήτου υπό ειδικότερους όρους που θα την καθιστούσαν παραδεκτή στην προκείμενη περίπτωση. Την αίτηση άρσης υποβάλλει "δικαστικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή αστυνομικό όργανο" που σχετίζεται και έχει διαπιστώσει την ύπαρξη λόγου εθνικής ασφάλειας, ενώ ο Εισαγγελέας Εφετών, ως αρμόδιο όργανο για την αποδοχή ή όχι της άρσης, εξετάζει κι αυτός τη συνδρομή του ίδιου λόγου. Η επίκληση, συνεπώς, της "εθνικής ασφάλειας" από αρμόδιο όργανο δεν λειτουργεί "αυτομάτως", αλλά κρίνεται υπό τα δεδομένα κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και γίνεται αποδεκτή μόνο σε εξαιρετικές, και αποδεικνυόμενες πέραν πάσης αμφιβολίας, περιπτώσεις κινδύνου της εθνικής ασφάλειας.
3. Ειδικά για βουλευτή -και ο ευρωβουλευτής είναι κι αυτός βουλευτής υπό την έννοια του Συντάγματος- δεν νοείται επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας για γενικούς λόγους ή έστω με απλές υπόνοιες. Η άρση απορρήτου είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση αποδεδειγμένων ενεργειών που υπονομεύουν την ασφάλεια της χώρας ή του πολιτεύματος, άρα αποτελούν "προδοσία". Κάθε βουλευτής απαγορεύεται, με ρητή συνταγματική διάταξη (άρθρο 61 παρ. 1), να "εξετάζεται ή καταδιώκεται" για οποιαδήποτε πράξη έχει σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, ενώ, ειδικά για τις επικοινωνίες του, δεν έχει υποχρέωση, έναντι καμίας Αρχής, να γνωστοποιεί τι έμαθε και από ποιόν (άρθρο 61 παρ. 3). Επιπλέον -γενικότερα και σημαντικότερα- ο βουλευτής, υπό τη διπλή πολιτειακή του ιδιότητα -μέλος κόμματος και μέλος της Βουλής- όχι απλώς δεν επιτρέπεται να θεωρείται, αλλά δεν νοείται καν ότι θα μπορούσε να είναι ύποπτος για υπονόμευση της εθνικής ασφάλειας -εκτός αν "πιάστηκε" να την υπονομεύει έμπρακτα. Στην περίπτωση όμως αυτή, η εν λόγω απόδειξη θα έπρεπε όχι μόνο να αναφέρεται στη δικαστική διάταξη αλλά και, από τη στιγμή που η υπόθεση πήρε δημόσιες διαστάσεις, να έχει γίνει γνωστή στα κόμματα και την κοινωνία. Η απαγόρευση άρσης είναι ακόμα πιο έντονη, και η βεβαιότητα διάπραξης εσχάτης προδοσίας απαιτείται να είναι πλήρης, εφόσον πρόκειται για ανώτερο πολιτειακό παράγοντα ή πολιτικό αρχηγό.
4. Το ότι την άρση ενδεχομένως "ζήτησε" η ΕΥΠ και "ενέκρινε" ο ειδικός για την ΕΥΠ Εισαγγελέας δεν καθιστά νόμιμη παρακολούθηση που δεν ήταν, για τους παραπάνω λόγους, νόμιμη. Η μεν ΕΥΠ ανήκει σύμφωνα με το ν. 225/1994 (άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α) στις υπηρεσίες που "επιθεωρούνται χωρίς προειδοποίηση" από την ΕΕΑΕ, η οποία μεριμνά συνολικά για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Η ΕΥΠ τέθηκε, επίσης, υπό τη γενική αρμοδιότητα συγκεκριμένου κυβερνητικού οργάνου, που εξ ορισμού όφειλε να γνωρίζει τις προτάσεις της για άρση του απορρήτου, ιδίως εφόσον αφορούσαν πολιτικά πρόσωπα, και να ενημερώσει και τον Πρωθυπουργό, στο υπό ευρύτερη έννοια "γραφείο" του οποίου ανήκε, και την ΕΕΠΑΕ. Η τελευταία είχε καθήκον και να ρωτά και να μαθαίνει και, σε περίπτωση παρανομίας, να σταματά παρακολούθηση -και βέβαια να ενημερώνει ακριβώς και πλήρως τη Βουλή στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού "ελέγχου" -κατ' ουσίαν ακρόασης- στον οποίο υπόκεινται όλες οι ανεξάρτητες Αρχές.
5. Τα περί "αιτήματος" εκ μέρους ξένων δυνάμεων ή υπηρεσιών, στο μέτρο που ευσταθούν, όχι μόνο δεν καλύπτουν, αλλά επιβαρύνουν την παρανομία.
6. Και δύο σύντομες θεσμικο-πολιτικές παρατηρήσεις. Πρώτον, η έστω όχι απολύτως νομικά ακριβής παραδοχή σφάλματος εκ μέρους του Πρωθυπουργού, που συνοδεύτηκε με ανάληψη "πολιτικής ευθύνης" (εφόσον η πράξη χαρακτηρίστηκε "πολιτικά εσφαλμένη") και προτάσεις για ενδυνάμωση της προστασίας του απορρήτου, δεν αναιρεί μεν τη σοβαρότητα αυτού που συνέβη, ούτε "ξεπλένει" τους άμεσους και έμμεσους αυτουργούς, έχει όμως αυτόνομη αξία: η παραδοχή λάθους από το ισχυρότερο πρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας ενδυναμώνει το πολίτευμα, αρκεί να μην επαναλαμβάνεται συχνά. Και δεύτερον, το αναμφισβήτητο κυβερνητικό ατόπημα, ακόμα και η άμεση εμπλοκή αρχηγού κόμματος, δεν θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει καθοριστικό, και πάντως σίγουρα όχι το μόνο, κριτήριο για ευρύτερες πολιτικές αποφάσεις, πριν και μετά τις εκλογές, που έχουν να κάνουν με το μέλλον της χώρας.