Από λογική και επιστημονική άποψη δεν ήταν αναγκαία αυτή η παρέμβαση, αλλά από πολιτική και συμβολική σφράγισε το τέλος ενός τεχνάσματος από πλευράς της προηγούμενης κυβέρνησης και νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το τέχνασμα συνίσταται στη χρήση της απλής αναλογικής ως μεθόδου ακυβερνησίας και η παρέμβαση κατά του τεχνάσματος έχει ειδική σημασία γιατί έγινε όχι από έναν αντίπαλο αλλά από έναν πρώην πρόεδρο της αυτοαποκληθείσας «πρώτη φορά Αριστεράς».
Ο κ. Κωνσταντόπουλος είπε πρόσφατα σε τηλεοπτική συνέντευξη τα προφανή. Η απλή αναλογική δεν είναι πανάκεια, δεν είναι καν εξ' ορισμού ένα «καλό» ή ένα «δημοκρατικότερο» εκλογικό σύστημα. Για να έχει νόημα και χρησιμότητα προϋποθέτει ορισμένα στοιχεία που αυτή τη στιγμή (θα πρόσθετα: ενσυνείδητα) λείπουν πλήρως από την ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και από τις διαθέσεις της παράταξης που την εισήγαγε: κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ κομμάτων, προγραμματικές συγκλίσεις στη βάση γραπτών συμφωνιών μετά από λεπτομερείς συνεννοήσεις, στήριξη από το κοινωνικό σώμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται μια εντελώς αόριστη και κενή περιεχομένου «δημοκρατική σύμπραξη» την ίδια στιγμή που είναι διαιρεμένος ακόμα και στο εσωτερικό του, που δεν βρίσκει κανέναν θεσμικό συνομιλητή και που οι λίγες προσωπικότητες που δείχνουν έστω και ελάχιστα «ανοιχτές» σε αυτή την προοπτική αποδοκιμάζονται από τα κόμματα στα οποία ανήκουν, είτε μέσα από εσωκομματικές εκλογές, είτε με δηλώσεις των αρμοδίων για τις κομματικές αποφάσεις προσώπων.
Οι επιδιώξεις της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν ορατές εξαρχής, αλλά εμφανίζονται με πιο σαφή τρόπο όσο πλησιάζουμε στις επόμενες εκλογές -αυτές ακριβώς που θα διεξαχθούν με απλή αναλογική: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εισήγαγε αυτό το εκλογικό σύστημα για να κυβερνηθεί καλύτερα ή δημοκρατικότερα η χώρα, αλλά για να καταστεί δυσκολότερο να κυβερνηθεί, έτσι ώστε να δημιουργήσει πρόβλημα στην απερχόμενη κυβέρνηση και αναταραχή -που, ως γνωστόν, θεωρεί ότι εξυπηρετεί τα πολιτικά του συμφέροντα- στο πολιτικό σύστημα. Αν είχε έστω και στο ελάχιστο δημιουργική διάθεση δεν θα είχε καταφύγει σε δυο επιλογές που καθόρισαν την πορεία του από τότε που έχασε την εξουσία: καμία σοβαρή προγραμματική συζήτηση με κανένα άλλο κόμμα, συνειδητή και διαρκής όξυνση του πολιτικού κλίματος και πόλωση της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ιδίως η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τον λογικά και πολιτικά πιο πιθανό δυνάμει «σύμμαχο», το ΚΙΝΑΛ, που ξαναέγινε ΠΑΣΟΚ και απειλεί άμεσα να ξεπεράσει το ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελούσε αίνιγμα -πώς είναι δυνατόν να απομακρύνεις το μόνο κόμμα με τον οποίο θα μπορούσες να συνεργαστείς;-, αν δεν ήταν τόσο προφανής η αιτία της: μα ακριβώς γιατί δεν έχεις διάθεση να συνεργαστείς με κανέναν. Ο μόνος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι να περιπλέξει τα πράγματα για τη δεξιά παράταξη, από την οποία περιμένει να χάσει στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν. Το «αντιδεξιό μέτωπο» δεν εστιάζει στη συγκρότηση μιας άλλης κυβέρνησης παρά μόνο στην τεχνητή συσπείρωση κατά της παρούσας.
Η οποία απαντά με το μόνο λογικό τρόπο σε αυτή την τακτική: την αποκαλύπτει, αποκλείει κάθε συνεργασία και προαναγγέλει δεύτερες εκλογές -με το νέο πλειοψηφικό σύστημα, που εν τω μεταξύ ψήφισε. Το γεγονός ότι αυτό το εκλογικό σύστημα είναι λίγο λιγότερο πλειοψηφικό από το προηγούμενο -δεν δίνει κατευθείαν πενήντα έδρες στο πρώτο κόμμα αλλά αρχικά είκοσι και έως άλλες τριάντα για κάθε μισή μονάδα διαφοράς από το δεύτερο- δεν αποτελεί γκάφα της κυβέρνησης, αλλά ορθή λείανση των αδικιών του προηγούμενου συστήματος, την οποία ζητούσαν όλα τα κόμματα και υποστήριζε σύσσωμη η συνταγματική κοινότητα.
Η απλή, και διόλου άδολη, αναλογική θα στοιχίσει διπλές εκλογές, με ό,τι συνεπάγονται (παρατεταμένη προεκλογική περίοδος, σταμάτημα της οικονομίας, παράλυση του κράτους), αλλά είναι πολύ πιθανό να γυρίσει μπούμερανγκ, ειδικά στις δεύτερες εκλογές, για τους εμπνευστές της: το κοινωνικό σώμα διόλου δεν συμπαθεί την ακυβερνησία, ειδικά σε εποχές κρίσης. Πρόβλημα όμως θα έχουν και τα κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης, εάν δεν καταλάβουν και δεν καταδικάσουν εγκαίρως το τέχνασμα και δεν κλείσουν κάθε κερκόπορτα στην υλοποίηση του.