Κοινή επιστολή προς τον Ευρωπαίο Επίτροπο Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, Δημήτρη Αβραμόπουλο, έστειλαν, σύμφωνα με το «Πρώτο Θέμα», ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας και ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας, παραθέτοντας τις θέσεις της Ελλάδας σχετικά με το προσφυγικό-μεταναστευτικό, ενόψει της προσεχούς Συνόδου Κορυφής της 17ης Δεκεμβρίου.
Όπως αναφέρει το «Πρώτο Θέμα», οι δύο υπουργοί ζητούν από τον Επίτροπο να βοηθήσει, προκειμένου οι εταίροι μας να μην τροποποιήσουν τη Συνθήκη Σένγκεν και βγάλουν τη χώρα μας εκτός.
Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι, «ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της Ζώνης Σένγκεν αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ιθαγένειας (άρθρα 20 και 21, η Συνθήκη της Λισαβόνας). Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να γίνουν προσπάθειες, προκειμένου να διαφυλαχθεί αυτή η θεμελιώδης αρχή, που αποτελεί μέρος της ταυτότητάς μας ως Ένωση».
Οι δύο υπουργοί επισημαίνουν την επιτακτική ανάγκη της ταχείας λήψης αποφάσεων, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα του μεταναστευτικού και της κρίσης που δοκιμάζει την ενότητα και την αλληλεγγύη, ενώ υπογραμμίζουν την ανάγκη να υλοποιηθούν γρήγορα όλα όσα έχουν αποφασιστεί και αφορούν στα hotspots, τη μετεγκατάσταση και επανεισδοχή.
«Όλα αυτά» αναφέρουν, «είναι αλληλένδετα και η αποτυχία να δράσουμε αποφασιστικά θα καταλήξει να επηρρεάσει απευθείας την ασφάλεια των συνόρων μας» και συνεχίζουν, επισημαίνοντας ότι. «ενώ οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι ασκούν πιέσεις για την ανάγκη του ουσιαστικού ελέγχου των συνόρων μας, είναι παρ'' όλα αυτά ξεκάθαρο ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την τρομοκρατία και τη μετανάστευση. Οι ευρωπαϊκές αξίες και το κεκτημένο πρέπει να διαφυλαχθούν».
Σε ό,τι έχει να κάνει με τη Συνθήκη Σένγκεν, αναφέρουν χαρακτηριστικά πως «η ελεύθερη κυκλοφορία των φυσικών προσώπων μέσα στο χώρο Σένγκεν είναι αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής ιθαγένειας (άρθρα 20-21 της Λισαβόνας) και συνεπώς είναι σημαντικό, όταν εξετάζουμε οποιεσδήποτε προτάσεις στον κώδικα (σ.σ. κώδικας Σένγκεν), να μην σπαταλήσουμε προσπάθεια στο πλαίσιο της διαφύλαξης αυτής της θεμελιώδους αρχής, η οποία αποτελεί μερος της ταυτότητάς μας ως Ένωση. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εξετάσουμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και την ελευθερία μετακίνησης».
Αναφερόμενοι και στη Frontex, τονίζουν πως «ήδη από τον Οκτώβριο οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ αποφάσισαν ότι το η εντολή της Frontex πρέπει να ενισχυθεί. Πάντα σύμφωνα με το πλαίσιο που προβλέπει η Συνθήκη και με πλήρη σεβασμό των εθνικών αρμοδιοτήτων των κρατών-μελών. Ο κανονισμός της Frontex προβλέπει τη συγκατάθεση των αιτούντων κρατών-μελών, ώστε να αποφασιστεί να οργανωθεί και να εκτελεστεί μια επιχείρηση. Αυτή η αρχή, αναφέρεται σε μια σειρά από άρθρα του κανονισμού και απηχεί τη λογική που διέπει την αρχή της αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στη Συνθήκη της Λισαβόνας, στο άρθρο 222. Είναι λοιπόν απαραίτητο να διατηρήσουμε την αρχή της ενίσχυσης, ειδικά εφόσον οι αποφάσεις σε αυτό το πλαίσιο της υπηρεσίας (σ.σ. εννοεί την Frontex) λαμβάνονται με πλειοψηφία».
Τέλος, αναφερόμενοι στον επονομαζόμενο κανονισμό του Δουβλίνου, οι υπουργοί τονίζουν: «Η προσφυγική κρίση έχει αναδείξει τα όρια του κανονισμού του Δουβλίνου στην παρου΄σα του μορφή. Οι χώρες της πρώτης γραμμής της ΕΕ πιέζονται όλο αυτό το διάστημα. Ο κανονισμός λοιπόν (σ.σ εννοεί το Δουβλίνο) πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε να υπάρξει ένα σύστημα ανταλλαγής το οποίο θα μπορεί να κατανείμει αυτούς που ζητούν άσυλο στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, το κριτήριο της πρώτης εισόδου, θα πρέπει είτε να καταργηθεί είτε να υποβαθμιστεί, αναβαθμίζοντας τα κριτήρια της επανένωσης οικογενειών και την ελεύθερη βούληση του αιτούντος άσυλο».
Κλείνοντας, αναφέρουν πως «η ελληνική κυβέρνηση προσβλέπει σε σχετικές προτάσεις σας για όλα τα ανωτέρω θέματα. Θα θέλαμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με την Επιτροπή, καθώς και με τους υπόλοιπους εταίρους μας, προκειμένου η απάντησή μας στη μεταναστευτική κρίση να είναι συνολική και αποτελεσματική».
Η επιστολή τίθεται υπόψη και των κυρίων Ζαν Ασελμπορν, υπουργού Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Λουξεμβούργου και Ετιέν Σνάιντερ, υπουργού Οικονομίας, Ασφάλειας και Άμυνας του Μεγάλου Δουκάτου, στο πλαίσιο της προεδρίας τους στο Συμβούλιο της ΕΕ.