Στο 5,45% ανήλθε στα τέλη Νοεμβρίου το ποσοστό της ανοσίας του πληθυσμού της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης από τον κορονοϊό, σύμφωνα με σχετική οροεπιδημιολογικής μελέτης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε συνεργασία με άλλα πανεπιστήμια της χώρας (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Κρήτης).
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την «Καθημερινή», τα αποτελέσματα της κυλιόμενης οροεπιδημιολογικής μελέτης COVID-19, τον Νοέμβριο έδειξαν πως το ποσοστό ανοσίας του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης ανήλθε στο 5,47% (όριο αξιοπιστίας 3,6% έως 7,3%) έναντι 1,39% (0,45%-3,12%) που ήταν τον Οκτώβριο και 0,23% που ήταν τον Σεπτέμβριο.
Το ποσοστό ανοσίας του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης σχεδόν τετραπλασιάστηκε μέσα στον Νοέμβριο σε σχέση με τον Οκτώβριο λόγω της πολύ μεγάλης διασποράς του ιού και είναι υψηλότερο στις νεαρές ηλικίες, γεγονός που επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι νέοι στην εξάπλωση της επιδημίας.
Η μελέτη αφορά το διάστημα από τον Μάρτιο του 2020 έως και τον Ιανουάριο 2021 και διενεργείται με την ανίχνευση αντισωμάτων σε εναπομείναντες ορούς ατόμων που απευθύνθηκαν σε ιδιωτικά και δημόσια μικροβιολογικά εργαστήρια για έλεγχο ρουτίνας.
Όσον αφορά την ηλικιακή κατανομή, το υψηλότερο ποσοστό ανοσίας τον Νοέμβριο παρατηρείται στην ηλικιακή ομάδα 0 έως 29 ετών, όπου φτάνει το 5,95%, και το χαμηλότερο στην ηλικιακή ομάδα 50 έως 69 ετών (3,9%).
Αντίστοιχα, στην Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας, η οποία επίσης έχει υψηλό επιδημικό φορτίο, τον Νοέμβριο το ποσοστό ανοσίας υπολογίστηκε στο 3,5% (όριο αξιοπιστίας 1,74% έως 5,30%). Ο κ. Χριστοδούλου, μιλώντας στην «Κ», χαρακτήρισε ως αναμενόμενα τα ποσοστά ανοσίας που καταγράφηκαν και τόνισε: «Αυτό που φαίνεται είναι ότι είμαστε πολύ μακριά από την ανοσία αγέλης. Που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε το εμβόλιο για να ελέγξουμε την πανδημία».
Από τα αρχικά αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι στο σύνολο της χώρας το δεύτερο κύμα βρήκε τον πληθυσμό με πολύ χαμηλή ανοσία. Είναι ενδεικτικό ότι τον Απρίλιο το ποσοστό ανοσίας ήταν στο 0,25%, τον Μάιο αυξήθηκε στο 0,35% και τον Ιούλιο ήταν στο 0,24%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μείωση των ποσοστών ανοσίας που ανιχνεύονται στα δείγματα με την πάροδο του χρόνου μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι σχεδόν το 30% (σύμφωνα με μελέτες) όσων έχουν προσβληθεί από τον SARS-CoV-2 παύει να εμφανίζει ανιχνεύσιμο τίτλο αντισωμάτων δύο μήνες μετά τη μόλυνση.