«Μπαρούτι» μυρίζει η κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο μεγάλες και παραδοσιακά αντίπαλες περιφερειακές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής -τη σουνιτική Σαουδική Αραβία και το σιϊτικό Ιράν. Πολύ περισσότερο καθώς η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με το βίαιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο εσωτερικό του σαουδαραβικού καθεστώτος, αλλά και με την ευθεία αμφισβήτηση από τον Donald Trump της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Έχοντας υποστηρίξει αντίπαλα στρατόπεδα στον εμφύλιο της Συρίας (έστω κι αν θεωρητικά αμφότερες πολεμούσαν το Ισλαμικό Κράτος...) οι δύο χώρες διασταυρώνουν τα ξίφη τους και σε άλλα μέτωπα στην περιοχή. Όπως, για παράδειγμα, στην Υεμένη, όπου επίσης μαίνεται ο εμφύλιος ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις που στηρίζει το Ριάντ και τους αντάρτες Χούτι τους οποίους ενισχύει η Τεχεράνη.
Ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα είναι ο Λίβανος, ο οποίος κινδυνεύει να βυθιστεί εκ νέου στο χάος, μετά την παραίτηση το περασμένο Σάββατο του υποστηριζόμενου από το Ριάντ πρωθυπουργού, Saad al-Hariri. Ο al-Hariri -γιος του πρώην πρωθυπουργού Rafik al-Hariri, ο οποίος είχε δολοφονηθεί το 2005 στη Βηρυτό- κατήγγειλε ευθέως την Τεχεράνη ότι οργανώνει σχέδιο φυσικής εξόντωσής του, από κοινού με την στενή της σύμμαχο, την Χεζμπολάχ.
Από την πλευρά του, το Ιράν απάντησε επιρρίπτοντας την ευθύνη στους Σαουδάραβες και κάνοντας λόγο για πραξικόπημα με στόχο «να δημιουργήσει ένταση στον Λίβανο και ευρύτερα στην περιοχή». «Ο θεός να προστατεύσει τον Λίβανο από τον διάβολο των ανόητων περιπετειών της Σ. Αραβίας», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Χεζμπολάχ.
Από τον Λίβανο στο Ριάντ
Η στενή εμπλοκή της Σ. Αραβίας στις εξελίξεις στον Λίβανο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο βασιλιάς της, Salman, συναντήθηκε στο Ριάντ με τον παραιτηθέντα πρωθυπουργό του Λιβάνου Saad Hariri, όπως μετέδωσε σήμερα το τηλεοπτικό δίκτυο σαουδαραβικής ιδιοκτησίας al Arabiya, χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες.
Σημειώνεται ότι ο παραιτηθείς πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Σαουδική Αραβία δύο φορές την περασμένη εβδομάδα, όπου είχε συνάντηση τόσο με τον πρίγκιπα-διάδοχο του θρόνου Mohammad Bin Salman (και πρωταγωνιστή των εσωτερικών εκκαθαρίσεων των αντιπάλων του) όσο και με άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Μάλιστα, το τηλεοπτικό δίκτυο al-Jadeed, που εδρεύει στη Βηρυτό, μετέδωσε ότι η ανακοίνωση της παραίτησής του βιντεοσκοπήθηκε και μεταδόθηκε από την πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, το Ριάντ.
Στο μεταξύ, ο πρόεδρος του Λιβάνου, Michel Aoun, δήλωσε σήμερα ότι οι πολιτικοί ηγέτες ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις για ψυχραιμία, ενίσχυση της ασφάλειας και εθνική ενότητα μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση του πρωθυπουργού.
Χθες Κυριακή, πηγές που πρόσκεινται στο προεδρικό μέγαρο ανακοίνωσαν ότι ο Michel Aoun δε θα αποφασίσει ακόμη αν θα κάνει δεκτή ή όχι την παραίτηση του πρωθυπουργού μέχρι ο τελευταίος να επιστρέψει στη χώρα για να εξηγήσει τους λόγους της απόφασής του. Όπως τόνισε και ο υπουργός Δικαιοσύνης, Salim Jreissati, η πολιτική σταθερότητα του Λιβάνου αποτελεί «κόκκινη γραμμή».
Επί της ουσίας, καθώς δεν υπάρχει κάποιος προφανής διάδοχος του al-Hariri, αρνούμενος να αποδεχτεί άμεσα την παραίτησή του, ο πρόεδρος του Λιβάνου φαίνεται να επιχειρεί να κερδίσει χρόνο για διαβουλεύσεις. Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι τα πάντα θα κριθούν από τις αποφάσεις που θα ληφθούν στο Ριάντ και την Τεχεράνη -ενδεχομένως και στην Ουάσινγκτον και το Τελ Αβίβ.
«Κήρυξη πολέμου» στην Υεμένη
Στο μεταξύ, στο μέτωπο της Υεμένης, το Ριάντ να χαρακτηρίζει «επίθεση» την εκτόξευση ενός πυραύλου από τους σιίτες αντάρτες Χούτι, ο οποίος έπληξε το έδαφός του, ενώ επιφυλάχθηκε του δικαιώματός του να απαντήσει «με κατάλληλο τρόπο».
Η εκτόξευση του πυραύλου το Σάββατο το βράδυ, ο οποίος αναχαιτίστηκε από το Ριάντ όμως κάποια συντρίμμια του έπεσαν κοντά στο αεροδρόμιο της πόλης, αποτελεί «κατάφωρη στρατιωτική επίθεση από το ιρανικό καθεστώς, η οποία ίσως ισοδυναμεί με πράξη πολέμου», επεσήμανε ο υπό τη Σαουδική Αραβία συνασπισμός που δρα στην Υεμένη.
Ο συνασπισμός ανακοίνωσε παράλληλα ότι αποφάσισε να ενισχύσει τον αποκλεισμό της Υεμένης, κάτι που σημαίνει ότι θα «κλείσει προσωρινά» όλα τα εναέρια, θαλάσσια και χερσαία σύνορα της χώρας και δεν θα επιτρέπει την είσοδο σε ανθρωπιστικές αποστολές και φορτία.
Ο αραβικός συνασπισμός ήδη επιβάλλει αεροπορικό εμπάργκο στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας Σανάα και ελέγχει όλα τα φορτία που περνούν από το λιμάνι Χοντέιντα στην Ερυθρά Θάλασσα, το οποίο χρησιμοποιούν οι αντάρτες για να εισάγουν διάφορα προϊόντα.
Για το Ριάντ δεν υπάρχουν αμφιβολίες ότι οι αντάρτες, που ελέγχουν από το 2014 τη Σανάα και μεγάλο μέρος της βόρειας Υεμένης, λαμβάνουν όπλα από το Ιράν καθώς και τη βοήθεια ειδικών που τους επέτρεψαν να επεκτείνουν το βεληνεκές των πυραύλων τους ώστε να καταφέρουν να πλήξουν ζωτικούς στόχους στη Σαουδική Αραβία.
Το Ιράν απάντησε ότι δεν προσφέρει όπλα στους Χούτι, αλλά δεν κρύβει τη συμπάθειά του προς αυτούς. Η Τεχεράνη καταγγέλλει τακτικά τα «εγκλήματα» της Σαουδικής Αραβίας εναντίον των αμάχων στην Υεμένη, οι οποίοι πληρώνουν μεγάλο τίμημα.
Οι Χούτι δεν σταματούν να εξαίρουν τις επιδόσεις «της στρατιωτικής τους βιομηχανίας», επισημαίνοντας ότι έχουν αναπτύξει πυραύλους ικανούς να φτάσουν ως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μια χώρα που επίσης συμμετέχει στον αραβικό συνασπισμό.
Σημειώνεται ότι την Κυριακή, η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε επίσης ότι επικήρυξε 40 ηγετικά στελέχη των Χούτι προς 440 εκατομμύρια δολάρια συνολικά. Μάλιστα, υποσχέθηκε αμοιβή 30 εκατομμυρίων δολαρίων σε οποιονδήποτε προσφέρει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη του επικεφαλής τους και 20 εκατομμύρια σε όποιον βοηθήσει στη σύλληψη κάθε ενός από τους δέκα σημαντικότερους αξιωματούχους των ανταρτών.
Το κίνητρο της επέμβασης του Ριάντ στην Υεμένη είναι, σύμφωνα με τους αναλυτές, η επιθυμία του να εμποδίσει τους Χούτι να μετατραπούν σε «μια δεύτερη Χεζμπολάχ» στα νότια σύνορά του.